Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασετόν το [asetón] Ο (άκλ.) : κοινή ονομασία της ακετόνης, όταν χρησιμοποιείται ως διαλυτικό βερνικιών: Tα βαμμένα νύχια καθαρίζουν με ~.
[λόγ. < γαλλ. acétone (δες στο ακετόνη)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασετόν [asetόn] το, indecl
- ① chem etc acetone, dimethyl ketone (syn L ακετόνη):
- ο κύλινδρος φέρνει στο εσωτερικό του υγρά (οινόπνευμα, ~
- ② nail polish remover
[fr Fr acétone]
- ① chem etc acetone, dimethyl ketone (syn L ακετόνη):