Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασελγώ [aselγó] Ρ10.9α : 1.κάνω μια ασελγή πράξη: Aσέλγησε σε ανήλικο. 2. (μτφ.) παραβιάζω ηθικές αρχές ή θεσμούς με αναίσχυντο τρόπο: Οι πραξικοπηματίες ασέλγησαν στη δημοκρατία.
[λόγ. < ελνστ. ἀσελγῶ (αρχ. ἀσελγαίνω) (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασελγώ [aselγό] ασελγεί, aor ασέλγησα (subj ασελγήσω), pf & plupf έχω-είχα ασελγήσει, (L)
- commit a lewd or obscene act (syn ασχημονώ):
- κατηγορείται ότι ασέλγησε στις δύο κόρες του |
- σκοτώνουν [το κορίτσι], .. το γδύνουν κι ασελγούν απάνω στο άψυχο σώμα (ChZalokostas) |
- το κορμί είχε πολύ ασελγήσει· κι έπρεπε πολύ να τιμωρηθεί (Panagiotop) |
- fig το κράτος υπήρξε απαράδεκτα επιεικές έναντι των ανθρώπων που ασέλγησαν πάνω στο σώμα αυτού του έθνους (Tsouderou) |
- poem .. θωρούνε | καταγής τις γυναίκες τους ριχμένες | κι επάνω τους οι αγάδες ν' ασελγούνε (Skipis)
[fr kath ασελγώ ← MG (schol.), der of ασελγής]
- commit a lewd or obscene act (syn ασχημονώ):