Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασεβώς [asevós] adv (L)
- impiously, disrespectfully (syn άσεβα):
- έβγαλε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά, χαχάνισε ασεβέστατα (Karagatsis) |
- τα πουλιά .. ρυπαίνουν ~ τα δημόσια μνημεία (FKakridis)
[fr kath ασεβώς ← LK, der of ασεβής]
- impiously, disrespectfully (syn άσεβα):