Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασεβής
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ασεβής, επίθ.· πληθ. αρσ. ασεβάδες.
  • 1) Που δε σέβεται (το Θεό ή τους ανθρώπους):
    • (Αλφ. 1474), (Χρον. Μορ. H 620).
  • 2) Που δεν είναι χριστιανός, αλλόθρησκος:
    • οι ασεβείς … εσκούζαν Αλλάχ! (Διακρούσ. 982).
  • 3)
    • α) Άδικος:
      • εγώ και ο λαός μου οι ασεβάδες (Πεντ. Έξ. ΙΧ 27
    • β) ένοχος:
      • μη πάρετε συμπάθημα εις ψυχή φονέα, ος αυτός ασεβής για να πεθάνει (Πεντ. Αρ. XXXV 31).
  • 4) Φαύλος, κακός:
    • ο ασεβής την βασιλείαν απήρεν (Χρον. Μορ. H 458).
  • 5) Που δε σέβεται το νόμο·
    • (εδώ) επίορκος:
      • όποια (ενν. αμαζών) … σφάλει, σαν ασεβή την έχομε (Αλεξ. 2546).

[αρχ. επίθ. ασεβής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασεβής -ής -ές [asevís] Ε10 : 1.για κπ. που δε σέβεται ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Είναι ~ (άνθρωπος), δε σέβεται τα θεία. ANT ευσεβής. Mη γίνεσαι ~ προς τους δασκάλους σου. 2. για κτ. που εκδηλώνει ασέβεια: ~ λόγος / πράξη / συμπεριφορά. (λόγ.) ασεβώς ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρθηκε ~, με ασέβεια.

[λόγ. < αρχ. ἀσεβής, ελνστ. ἀσεβῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεβής1 [asevís] ο, (L)
  • impious person (syn άσεβος1, ant ο ευσεβής):
    • ο δεισιδαίμων και υποκριτής θα στοχασθεί αυτά οπού είπα ως λόγια ενός αιρετικού, ενός ασεβούς (Demetrieis) |
    • διαβάζεις αμαρτωλά κοσμικά βιβλία, που τα έγραψαν, λένε, ασεβείς, ειδωλολάτρεις (Sardelis) |
    • το ακροατήριο σύσσωμο, μαζί με τους φανατικότερους ασεβείς, έκραξαν από τη συγκίνηση (Papatsonis)

[substantiv. m of ασεβής2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεβής2, -ής, -ές [asevís] (L) & region.
  • ① impious, godless (syn ανευλαβής2 2, άσεβος2 1, ant ευσεβής):
    • δεν είναι σύμφωνος με τον ασεβή και άθεον ορθολογισμό (Andronikos) |
    • ο θεός να μου συχωρέσει την ασεβή αμφιβολία (Palaiologos) |
    • έκαιγε .. το χειρόραφο των Nόμων του Πλήθωνος, επειδή το θεωρούσε ασεβέστατο και αντιχριστιανικό (Tatakis)
  • ② disrespectful, irreverent (syn άσεβος2 2, near-syn αναιδής, αυθάδης):
    • ~απάντηση, γνώμη |
    • ασεβές κουτσομπολιό |
    • δεν ανήκω σε κείνους που βρίσκουν ασεβή την έκδοση της ερωτικής αλληλογραφίας του Π. (Chatzinis) |
    • έσπευσα ν' απομονώσω το ασεβές κατοικίδιο και να καθησυχάσω τον υψηλό μου ξένο (Palaiologos)

[fr postmed, MG ασεβής ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες