Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβός ο [azvós] Ο17 : παμφάγο θηλαστικό με κοντά πόδια που καταλήγουν σε σκληρά και κατάλληλα για σκάψιμο νύχια, με μυτερό ρύγχος και με γκριζωπό τρίχωμα, που ζει συνήθ. σε υπόγειες στοές.
[σλαβ. jazv(ă) (πρβ. βουλγ. jazovets) -ός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβός [azvós] ο, zoo
- badger, Meles meles (syn άρκαλος, L τρόχος ο κοινός, τρόχος) ; folks. τώρα είδα και κατάλαβα | πώς χορεύουνε οι γέροι, | σαν ασβοί, σα σκαντζοχέροι (DPetrop):
- poem μα κι άλλα θα σου μάθαινα πολλά, αν δε μας εμπόδα | ο φόβος σου για τους ασβούς και για τα νυχτοπούλια (Athanas)
[fr MG ασβός]
- badger, Meles meles (syn άρκαλος, L τρόχος ο κοινός, τρόχος) ; folks. τώρα είδα και κατάλαβα | πώς χορεύουνε οι γέροι, | σαν ασβοί, σα σκαντζοχέροι (DPetrop):