Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβεστώνω [azvestóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια με μείγμα σβησμένου ασβέστη και νερού: ~ το σπίτι, ασπρίζω. Kάτασπρα ασβεστωμένα εκκλησάκια. || (προφ., παθ.) λερώνομαι με ασβέστη.
[μσν. ασβεστώνω < ασβέστ(ης) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασβεστώνω.
-
- Επιχρίω με ασβεστοκονίαμα:
- τις πέτρες … να ασβεστώσεις (Πεντ. Δευτ. XXVII 4).
[<ουσ. ασβέστης + κατάλ. ‑ώνω. Πβ. ουσ. ασβέστωσις στον Ησύχ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Επιχρίω με ασβεστοκονίαμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστώνω [azvestόno] ipf ασβέστωνα, aor ασβέστωσα (subj ασβεστώσω)
- ① paint w. limewash, whitewash (syn in ασβεστοβάφω, near-syn ασπρίζω):
- πέρασε ο καιρός που ασβέστωσαν τις παλιές βυζαντινές τοιχογραφίες (Ouranis) |
- πλύνανε τα τζάμια, .. ασβεστεστώσανε τ' αποχωρητήριο (Terzakis) |
- οι Kαλυμνιές ανεβαίνουν τακτικά ν' ασβεστώσουν τις εκκλησιές των πατέρων τους (Varelas)
- ② coat w. plaster (syn σοβαντίζω):
- poem .. σαν γίγαντοι πιθώνουν | πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι και χτίζουν κι ασβεστώνουν (Krystallis)
- ③ agric fertilize soil w. lime
[fr postmed ασβεστώνω, der of ασβέστης]
- ① paint w. limewash, whitewash (syn in ασβεστοβάφω, near-syn ασπρίζω):