Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβεστόλακκος ο [azvestólakos] Ο20α : λάκκος όπου σβήνεται ο ασβέστης.
[ασβέστ(ης) -ο- + λάκκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστόλακκος [azvestόlakos] ο,
- pit in which lime is slaked w. water, lime pit
[cpd w. λάκκος]