Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεστοποιία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβεστοποιία η [azvestopiía] Ο25 : 1.η παραγωγή ασβέστη. 2. βιομηχανία παραγωγής ασβέστη.

[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + -ποιία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστοποιία [azvestopiía] η, (L)
  • production of lime

[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστοποιία, der of ασβεστοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες