Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβεστολιθικός -ή -ό [azvestoliθikós] Ε1 : που περιέχει ασβεστόλιθο: Aσβεστολιθικά πετρώματα.
[λόγ. ασβεστόλιθ(ος) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστολιθικός, -ή, -ό [azvestoliθikós] (L) geol
- containing or composed of limestone, calcareous, chalky:
- ~βράχος, όγκος |
- ασβεστολιθική γη, περιοχή |
- ασβεστολιθικό πέτρωμα, στρώμα |
- ασβεστολιθικό ίζημα calcareous sinter |
- ασβεστολιθική μάργα chalky or calcareous soil, marl |
- το φράγμα θα καθαρίσει το νερό από τα ασβεστολιθικά διαλύματα |
- αφού διασχίσει τη γραφική πεδιάδα .. και τα ασβεστολιθικά βουνά, θα φτάσει στα Iωάννινα (Dakaris) |
- το θαλασσινό νερό .. εχανόταν μέσα σε χάσματα του ασβεστολιθικού εδάφους (Floros) |
- poem πηγαινόρχονταν ανάμεσα σ' ασβεστολιθικά νησιά (Patrikios)
[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστολιθικός, der of ασβεστόλιθος]
- containing or composed of limestone, calcareous, chalky: