Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεστοκονίαμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβεστοκονίαμα το [azvestokoníama] Ο49 : (οικοδ.) μείγμα από σβησμένο ασβέστη και άμμο, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική· σοβάς, αμμοκονίαμα.

[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + κονίαμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστοκονίαμα [azvestokoníama] το, (L)
  • lime mortar, plaster (syn αμμοκονίαμα, ασβεστόλασπη, ασβεστοπηλός, σοβάς & σουβάς):
    • επίχρισμα από ~| πίνακας από ~ με νωπογραφία |
    • οι κίονες καλύπτονταν με λεπτό ~ ή μαρμαροκονία (Dakaris) |
    • χάραγμα πολεμικού πλοίου .. επάνω στο πρώτο στρώμα του ασβεστοκονιάματος της μονής (Vacalop)

[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστοκονίαμα, cpd w. κονίαμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες