Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβέστωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβέστωμα το [azvéstoma] Ο49 : 1.η ενέργεια του ασβεστώνω: Ο τοίχος θέλει ~, άσπρισμα. Έκανε μόνος του όλα τα ασβεστώματα. 2. λίπανση του εδάφους με ασβέστη.

[ασβεστώ(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβέστωμα [azvéstoma] το,
  • ① act or process of painting w. limewash, whitewashing (syn in ασβεστοβαφή 1, near-syn άσπρισμα):
    • τα δαντελώματα των αψίδων έχουν εξαφανισθεί κάτω από ένα ανελέητο ~(Ouranis) |
    • μετά το καθάρισμα μπορεί να γίνεται κάπου κάπου ένα ~, που φρεσκάρει το σπίτι (Saratsis) |
    • αλλεπάλληλα ασβεστώματα κρύβουν τις σύγχρονες με το κτίσμα τοιχογραφίες (Nikonanos)
  • ② coat of limewash, whitewash (syn in ασβέστης 2):
    • στο σπίτι από τις δυο πλευρές είχε φύγει σε μεγάλο μέρος το ~(Kokkinos) |
    • τ' ασβεστώματα των σπιτιών τύφλωναν τα μάτια με τη σκληρότητά τους (Ouranis)
  • ③ agric fertilization of soil w. lime, liming

[fr postmed (Somavera) ασβέστωμα, der of ασβεστώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες