Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβέστιο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβέστιο το [azvéstio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) μεταλλικό στοιχείο της ομάδας των αλκαλικών γαιών, που υπάρχει στους ιστούς και στα όργανα των ζωικών και των φυτικών οργανισμών: Θειικό ~, γύψος. Tο ανθρακικό ~ είναι κύριο συστατικό των ασβεστολίθων. Tροφές πλούσιες σε ασβέστιο.

[λόγ. άσβεστ(ος) -ιον μτφρδ. γαλλ. calcium (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀσβέστιον δες στο ασβέστι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβέστιο [azvéstio] το, (L) chem
  • calcium (syn κάλτσιουμ):
    • θειικό ~calcium sulphate |
    • θειούχο ~ calcium sulphide |
    • φωσφορικό ~ calcium phosphate |
    • η οξυά αγαπάει το ~ |
    • το ~ κάνει γερά δόντια |
    • το ~ βοηθεί στην εξουδετέρωση της υπερδιεγέρσεως του παρασυμπαθητικού (Louros) |
    • χάρις στο ραδιενεργό ~ διαπιστώθηκε πως τα οστά .. του ανθρώπου ανανεώνονται από χρόνο σε χρόνο (Angelop) |
    • έχω μια πολύ αποτελεσματική αλοιφή από άλατα ασβεστίου .. γι' αυτό το εκζεματάκι (TAthanasiadis)

[fr kath ασβέστιον ← MG (pap 7th c.), PatrG, der of άσβεστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβέστιος, -α, -ο [azvéstios] (L) chem
  • containing lime:
    • only in phr ασβέστιο γάλα milk of lime (syn ασβεστόγαλα) |
    • ασβέστιο ύδωρ limewater (syn ασβεστόνερο)

[fr kath (neol) ασβέστιος, der of ασβέστιο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες