Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασαφής -ής -ές [asafís] Ε10 : ANT σαφής. α. για κτ. που είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς, που δημιουργεί ερωτηματικά ή παρανοήσεις εξαιτίας της φύσης του ή εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είναι διατυπωμένο: H απάντησή του ήταν ~. Έχουμε ασαφείς πληροφορίες για τα γεγονότα, συγκεχυμένες. β. για κπ. που εκφράζεται με ασάφεια, συνήθ. ηθελημένα: Ήταν πολύ ~ στις δηλώσεις του.
(λόγ.) ασαφώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀσαφής, ἀσαφῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαφής, -ής, ές [asafís] (L)
- ① unclear, blurred, fuzzy (ant ευδιάκριτος, ευκρινής, σαφής):
- με βλέμμα λύκου περιεργάστηκε το ασαφές σημάδι (Karagatsis) |
- η μύτη πλάσσεται .. με αντιπαράθεση φωτεινών και σκοτεινών επιπέδων, αλλά με ασαφή τα μεταξύ των όρια (Pallas) |
- η αντίληψη του σχεδίου τούτου, πολύ ~ στους πρώτους σπινθήρες, γίνεται ολοένα και πιο ευδιάκριτη (Moustoxydis)
- ② vague, ambiguous, unclear, obscure, abstruse (syn αξεκαθάριστος 1, αόριστος, δυσνόητος, ant σαφής):
- ~ποιητής |
- ~ λόγος, νόμος, όρος |
- ~ γνώση, ένδειξη, εντύπωση, ιδέα, σκέψη |
- ασαφές αίτημα, ύφος |
- ~ψυχική διάθεση |
- ~ πολιτική της χώρας |
- αν όμως καμιά φορά σε σφίξουν και ανοίξεις το στόμα, τότε γίνεσαι ~ σαν χρησμός (Palaiologos) |
- προτίμησα όμως να σιωπήσω, αφήνοντας έτσι τις προθέσεις μου ασαφείς (Karagatsis) |
- όταν ρωτούμε τους διάφορους αρμόδιους, παίρνουμε όλο ασαφείς απαντήσεις (SPapadimitriou) |
- τα στοιχεία, που συλλέγει ο νέος, .. είναι λιγότερα και ασαφέστερα από εκείνα που προσφέρει η πρώτη ραψωδία (Maronitis)
[fr kath ασαφής ← AG, cpd w. σαφής]
- ① unclear, blurred, fuzzy (ant ευδιάκριτος, ευκρινής, σαφής):