Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασανσέρ το [asansér] Ο (άκλ.) : ηλεκτροκίνητη κατασκευή, εγκατεστημένη σε πολυώροφο κτίριο, που κινείται κάθετα και μεταφέρει ανθρώπους και φορτία στους διάφορους ορόφους· ανελκυστήρας: Θάλαμος / καμπίνα του ~. Kαλώ το ~, πιέζω το κουμπί για να έρθει.
[λόγ. < γαλλ. ascenceur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασανσέρ [asansér] το, indecl (L)
- elevator, lift (syn αναβατήρας 1a, ανελκυστήρας 1a):
- το ~έκλεινε αθόρυβα και γλιστρούσε σα φτερό (Tsirkas) |
- το κτίριο ήτανε παλιό, πανάρχαιο, και δεν είχε ~ (Samarakis)
[fr Fr ascenseur]
- elevator, lift (syn αναβατήρας 1a, ανελκυστήρας 1a):