Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασίκης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασίκης ο [asíkis] Ο11 θηλ. ασίκισσα [asíkisa] Ο27α : (λαϊκ.) λεβέντης, παλικάρι. || παλικαράς.

[τουρκ. aşιk `ερωτευμένος, λαϊκός τραγουδιστής΄ (από τα αραβ.) -ης· ασίκ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασίκης [asícis] ο, pl ασίκηδες οι,
  • ① rare male lover (syn αγαπητικός, γκόμενος, L εραστής):
    • folks. σύρε, μάνα, και ρώτα τα, σύρε, μάνα, και πες του, | μην είδαν τον ασίκη μου, τον αγαπητικό μου (DPetrop)
  • ② youthful, well-built, and brave man (syn λεβέντης, παλληκάρι):
    • ~με τα όλα του |
    • χορεύει ξυπόλυτος από λεβεντιά, είναι ο ~ του χωριού (Athanasiadis-N) |
    • δεν έμοιαζε ψαράς ή έμπορας αυτός· τέτοιος ~ που ήτανε (DOikonomidis) |
    • την Eλλάδα θα την κρατήσουν στο τέλος είτε οι ασίκηδες της αριστεράς είτε οι ασίκηδες της δεξιάς· ποτέ τα κατακάθια (ChZalokostas) |
    • folks. ποιος ~σαν κι εμένα | στο παζάρι περπατεί (Tzartzanos) |
    • poem η νύφη αν ήταν όμορφη, γαμπρό κι αν είχε ασίκη, | εγώ ήμουν πρώτος στο χορό κλ (Athanas)
  • ⓐ in adj function youthful and brave:
    • poem κι ένας λαός περήφανος, ένας λαός ~, | στον ήλιο βροντοφώναξε κλ (NFPolitis)
  • ③ phr τον έχει τον ασίκη he has money, he is well-off (near-syn phr τα φυσάει) [fr Turk [âsik] ← Arab

[[a-siq] 'lover']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες