Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασήμαντος -η -ο [asímandos] Ε5 : ANT σημαντικός. 1. για κπ. που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους πολλούς: Είναι ένας ~ άνθρωπος. 2. για κτ. πολύ μικρό από κάθε άποψη, που είναι χωρίς σημασία: Mια ασήμαντη υπόθεση / λεπτομέρεια. Έγκλημα για ασήμαντη αφορμή. Aσήμαντα κέρδη / ποσά. Tο έργο του είναι ασήμαντο σε όγκο και σε ποιότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀσήμαντος, αρχ. σημ.: `ασφράγιστος, χωρίς σημάδι΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασήμαντος1 [asímandos] ο, (L)
- unimportant or commonplace person, nonentity, nobody (syn ασημαντότητα 2, άσημος1):
- κοκορεύεται .. ο καθένας από τους σπουδαίους ή τους ασήμαντους, που εκπροσωπούν τα εθνικά συμφέροντα (Christidis)
[substantiv. m of ασήμαντος2]
- unimportant or commonplace person, nonentity, nobody (syn ασημαντότητα 2, άσημος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασήμαντος2, -η, -ο [asímandos] (L)
- ① insignificant, unimportant, inconsequential (syn αναξιόλογος, άσημος2 3, ant σημαντικός):
- ~καθηγητής, συγγραφέας, υπάλληλος |
- ~ διάλογος |
- ασήμαντη ζωή, νοικοκυρά, ύπαρξη |
- ασήμαντη επανάσταση, ιστορία, κουβέντα, περιπέτεια, σκέψη |
- ασήμαντες ειδήσεις, επιδράσεις |
- ασήμαντο επιχείρημα, ζήτημα |
- ασήμαντο περιστατικό, τραγουδάκι, χωριό |
- ασήμαντη γυναικούλα του λαού |
- νησί φτωχό κι ασήμαντο |
- η άλλη είναι κάποιο ασημαντότατο πλάσμα |
- και η πιο ασήμαντη χειρονομία της είχε μια ζεστασιά (KPolitis) |
- στα χορικά ο ρόλος των συμφωνικών οργάνων είναι ~ (Theodorakis) |
- ξαναγυρίζομε σε κάποιες ασημαντότερες φαινομενικά ομοιότητες (Dragona-M) |
- poem γυναικούλες ποτέ δεν κορόιδεψε αυτός | κι ανθρωπάκους ασήμαντους κλ (Stavrou Ar)
- ② trivial, trifling, paltry, tiny, slight (syn ελάχιστος, μηδαμινός L, τιποτένιος):
- ασήμαντη απόδοση, απόσταση, αφορμή, λεπτομέρεια |
- ασήμαντη παραγωγή |
- ασήμαντο ποσό |
- ασήμαντα μικροπράγματα |
- προβάλλουν ασήμαντη αντίσταση |
- ο κανόνας έχει ασήμαντες εξαιρέσεις |
- χαράζει τα λεπτά χείλη του ένα μικρό, ασήμαντο χαμόγελο (Myriv) |
- όχι πως απογοητεύτηκα από την ασήμαντη απήχηση, που είχαν οι ιδέες μου (Christidis AK) |
- ο πυρετός [της] είναι ~, μερικά δέκατα (Tsirkas) |
- οι διάττοντες είναι ασήμαντα κομματάκια από σκόνη του σύμπαντος (Kitsop) |
- poem .. το βαθύ λαγκάδι αντιλαλούσε | τον πιο μικρό, τον πιο ασήμαντο ήχο (Zevgoli)
[fr kath ασήμαντος ← MG (Du Cange), PatrG ← K, AG]
- ① insignificant, unimportant, inconsequential (syn αναξιόλογος, άσημος2 3, ant σημαντικός):