Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασήμαντο [asímando] το, (L)
- ① sth insignificant or inconsequential, a trifle (syn ασημαντότητα 3, ant σημαντικό):
- ξεκαθαρίζει τις ιδέες του για τα σημαντικά και για τ' ασήμαντα (Charis)
- ② insignificance, unimportance, inconsequentiality (syn ασημαντότητα 1):
- το ~και η αθλιότητα της Mονεμβασίας υπογραμμίζουν πιο έντονα το μεγαλείο των τειχών (Ouranis, adapted) |
- η αξία της νέας αυτής ενεργειακής πηγής βρίσκεται .. στο ~ της τιμής του κόστους (Angelop)
[substantiv. n of ασήμαντος]
- ① sth insignificant or inconsequential, a trifle (syn ασημαντότητα 3, ant σημαντικό):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημαντολογία [asimandoloyía] η, (L)
- talk or discussion about inconsequential matters; chatter, prattle:
- η πλοκή του μυθιστορήματος γεμίζει με αφέλειες, απιθανότητες, .. ασημαντολογίες (Sachinis) |
- η ~ είναι ένα καλό προπέτασμα, καταφυγή και διαφυγή (Panagiotop)
[fr kath (neol) ασημαντολογία, cpd w. combin form -λογία (: λόγος)]
- talk or discussion about inconsequential matters; chatter, prattle:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημαντολογώ [asimandoloγό] ασημαντολογεί, (L)
- talk about or discuss insignificant or inconsequential matters; chatter, prattle:
- εκείνος διαβάζει εφημερίδα, εκείνη ράβει· κάθε τόσο κουβεντιάζουν, ασημαντολογούν (Thrylos) |
- φοβάμαι μήπως ~, αλλά θέλω να πυκνώσω όσο μπορώ με λεπτομέρειες το κείμενό μου (Chatzinis)
[fr kath (neol) ασημαντολογώ, der of ασημαντολογία]
- talk about or discuss insignificant or inconsequential matters; chatter, prattle:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασήμαντος -η -ο [asímandos] Ε5 : ANT σημαντικός. 1. για κπ. που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους πολλούς: Είναι ένας ~ άνθρωπος. 2. για κτ. πολύ μικρό από κάθε άποψη, που είναι χωρίς σημασία: Mια ασήμαντη υπόθεση / λεπτομέρεια. Έγκλημα για ασήμαντη αφορμή. Aσήμαντα κέρδη / ποσά. Tο έργο του είναι ασήμαντο σε όγκο και σε ποιότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀσήμαντος, αρχ. σημ.: `ασφράγιστος, χωρίς σημάδι΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασήμαντος1 [asímandos] ο, (L)
- unimportant or commonplace person, nonentity, nobody (syn ασημαντότητα 2, άσημος1):
- κοκορεύεται .. ο καθένας από τους σπουδαίους ή τους ασήμαντους, που εκπροσωπούν τα εθνικά συμφέροντα (Christidis)
[substantiv. m of ασήμαντος2]
- unimportant or commonplace person, nonentity, nobody (syn ασημαντότητα 2, άσημος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασήμαντος2, -η, -ο [asímandos] (L)
- ① insignificant, unimportant, inconsequential (syn αναξιόλογος, άσημος2 3, ant σημαντικός):
- ~καθηγητής, συγγραφέας, υπάλληλος |
- ~ διάλογος |
- ασήμαντη ζωή, νοικοκυρά, ύπαρξη |
- ασήμαντη επανάσταση, ιστορία, κουβέντα, περιπέτεια, σκέψη |
- ασήμαντες ειδήσεις, επιδράσεις |
- ασήμαντο επιχείρημα, ζήτημα |
- ασήμαντο περιστατικό, τραγουδάκι, χωριό |
- ασήμαντη γυναικούλα του λαού |
- νησί φτωχό κι ασήμαντο |
- η άλλη είναι κάποιο ασημαντότατο πλάσμα |
- και η πιο ασήμαντη χειρονομία της είχε μια ζεστασιά (KPolitis) |
- στα χορικά ο ρόλος των συμφωνικών οργάνων είναι ~ (Theodorakis) |
- ξαναγυρίζομε σε κάποιες ασημαντότερες φαινομενικά ομοιότητες (Dragona-M) |
- poem γυναικούλες ποτέ δεν κορόιδεψε αυτός | κι ανθρωπάκους ασήμαντους κλ (Stavrou Ar)
- ② trivial, trifling, paltry, tiny, slight (syn ελάχιστος, μηδαμινός L, τιποτένιος):
- ασήμαντη απόδοση, απόσταση, αφορμή, λεπτομέρεια |
- ασήμαντη παραγωγή |
- ασήμαντο ποσό |
- ασήμαντα μικροπράγματα |
- προβάλλουν ασήμαντη αντίσταση |
- ο κανόνας έχει ασήμαντες εξαιρέσεις |
- χαράζει τα λεπτά χείλη του ένα μικρό, ασήμαντο χαμόγελο (Myriv) |
- όχι πως απογοητεύτηκα από την ασήμαντη απήχηση, που είχαν οι ιδέες μου (Christidis AK) |
- ο πυρετός [της] είναι ~, μερικά δέκατα (Tsirkas) |
- οι διάττοντες είναι ασήμαντα κομματάκια από σκόνη του σύμπαντος (Kitsop) |
- poem .. το βαθύ λαγκάδι αντιλαλούσε | τον πιο μικρό, τον πιο ασήμαντο ήχο (Zevgoli)
[fr kath ασήμαντος ← MG (Du Cange), PatrG ← K, AG]
- ① insignificant, unimportant, inconsequential (syn αναξιόλογος, άσημος2 3, ant σημαντικός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασημαντότητα η [asimandótita] Ο28 : η ιδιότητα του ασήμαντου.
[λόγ. ασήμαντ(ος) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημαντότητα [asimandόtita] η, (L)
- ① insignificance, unimportance, triviality (syn το ασήμαντο 2, ασημότητα 1):
- απογοητευτική, επιφανειακή, κωμική, φτιαχτή ~ |
- ο Ξ. ούτε μια στιγμή δεν υψώνεται πάνω από την ~ της καθημερινής ζωής (Sachinis) |
- το να καταλαβαίνει και να θαυμάζει ο όχλος ένα έργο είναι απόδειξη της ασημαντότητας του έργου (Moustoxydis) |
- η πραγματική δύναμη [του Σαν Mαρίνο] στάθηκε πάντα η φτώχεια του και η ασημαντότητά του (Ouranis)
- ② insignificant or unimportant person, nonentity (syn ασήμαντος1, άσημος1, ασημότητα 2):
- αποκαλεί .. τυχάρπαστες ασημαντότητες της εμιγκράτσιας πολιτικούς της ολκής ενός P. (Tsirkas) |
- δεν θα έλεγε την αλήθεια ο κριτικός εκείνος που θα ισχυριζότανε ότι διαβάζει την κάθε γραμμή της κάθε ασημαντότητας (Thrylos)
- ③ insignificant matter, trifle, triviality (syn ασήμαντο 1):
- οι κριτές θα βαρεθούν να διαβάζουν σωρεία από ασημαντότητες κι ανοησίες (Thrylos) |
- τα δυο αθηναϊκά μυθιστορήματα, που ακολουθούν, .. στρέφονται γύρω από ασημαντότητες (Sachinis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασημαντότης, der of ασήμαντος2]
- ① insignificance, unimportance, triviality (syn το ασήμαντο 2, ασημότητα 1):