Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασέληνος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για νύχτα χωρίς σελήνη) σκοτεινός:
- (Βέλθ. 484).
- 2) (Προκ. για τόπο) που δεν τον «βλέπει» η σελήνη, σκοτεινός:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7626).
[αρχ. επίθ. ασέληνος. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για νύχτα χωρίς σελήνη) σκοτεινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασέληνος -η -ο [asélinos] Ε5 : (λογοτ.) που δε φωτίζεται από τη σελήνη, που είναι πολύ σκοτεινός: Aσέληνη νύχτα.
[λόγ. < αρχ. ἀσέληνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασέληνος, -η, -ο [asélinos] (L)
- not moonlit, moonless (syn αφέγγαρος):
- ασέληνη νύχτα |
- το φως μοιάζει με τις ώρες πολύ προχωρημένου ασέληνου δειλινού (Papatsonis) |
- poem κάτω από τον ασέληνο, γκρίζο ουρανό κοιμάται (Panagiotop)
[fr kath ασέληνος ← postmed, MG ← K, AG, cpd w. σελήνη]
- not moonlit, moonless (syn αφέγγαρος):