Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασέλγεια η [aséljia] Ο27 : ενέργεια που αποβλέπει στην ικανοποίηση των σεξουαλικών επιθυμιών ενός ατόμου και που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται ηθικά ή είναι νομικά επιτρεπτό: H ~ είναι έγκλημα κατά των ηθών. Kαταδικάστηκε για ~ σε ανήλικο.
[λόγ. < αρχ. ἀσέλγεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασέλγεια η· ασελγεία.
-
- 1) Βιαιότητα, αναισχυντία:
- (Λίμπον. 528).
- 2) Ακολασία:
- ατασθαλείν ήρξατο … εν … ασελγείαις (Δούκ. 6511).
[αρχ. ουσ. ασέλγεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βιαιότητα, αναισχυντία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασέλγεια [asélyia] η, (L)
- ① lewdness, lasciviousness, salaciousness, debauchery (syn ακολασία 1, άσεμνο 1):
- ξαδιάντροπη, ξέφρενη ~ |
- είναι οι οργανωτές των δημοσίων θεαμάτων που προάγουν στην ~ (Panagiotop) |
- η μαϊμού είχε ένα πρόστυχο βλέμμα, γεμάτο ~ (Spandonidis) |
- προσκυνάει σαν αφιονισμένη την τερατώδικη ~ αυτού του χτήνους (Tsirkas)
- ⓐ lewd or obscene act, obscenity (syn άσεμνο 2):
- κατηγορείται για εξαναγκασμό σε ~ |
- poem .. εκεί που πέσανε οι πιο γενναίοι | είναι ένα στρώμα τώρα από σκουπίδια | σπέρματα από αυνανισμούς και ασέλγειες (Patrikios)
- ② indecency, obscenity, wickedness, repulsiveness (syn αισχρότητα 1):
- τοποθετεί .. στη συνείδηση του ποιητή .. τη φενάκη των ιδανικών, την ~του δόλου (Plaskovitis) |
- να κρατήσεις ζωντανό το θεό μέσα σε τούτη την ~ της σφαγής (id.)
[fr kath ασέλγεια ← postmed, MG ← K (also pap), AG, der of ασελγής]
- ① lewdness, lasciviousness, salaciousness, debauchery (syn ακολασία 1, άσεμνο 1):