Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασέβεια η [asévia] Ο27 : 1.η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ασεβούς, η περιφρόνηση προς ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Ο Θεός τιμώρησε τους ανθρώπους για την ασέβειά τους. ANT ευσέβεια. Έδειξε ~ στους γονείς του. Tιμωρήθηκε για ~ προς το δικαστήριο. 2. λόγος ή πράξη ασεβής: Aυτό που είπες / που έκανες ήταν μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀσέβεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασέβεια η.
-
- 1) Έλλειψη σεβασμού σε ανωτέρους ή τα θεία:
- Ασέβεια και αμάρτημα τοσούτο καταργίζω (Ζήν. Δ´ 185).
- 2) Ασεβής πράξη, ασέβημα:
- ασέβειαν που εποίκαν οι ασεβείς Ρωμαίοι (Χρον. Μορ. H 620).
[αρχ. ουσ. ασέβεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έλλειψη σεβασμού σε ανωτέρους ή τα θεία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασέβεια [asévia] η, (L)
- ① impiety, ungodliness (syn ανευλάβεια, ant ευλάβεια, σεβασμός):
- μιλάει αδιάκοπα με ~για το θεό (Athanasiadis-N)
- ⓐ impious act or behavior, impiety (syn ασέβημα):
- στην αρχαία Eλλάδα .. το να μην παντρευτεί κανείς θεωρούνταν ~ |
- υπάρχει ακόμα ο φόβος του θεού, που γι' αυτόν είναι ~ .. η σπατάλη των καρπών της γης (Floros) |
- απέναντι σε μια ~ των επικών ηρώων .. οι θεοί αντιδρούν με την οργή τους (Maronitis)
- ② disrespect, irreverence (near-syn αναίδεια 1, αυθάδεια, ant σεβασμός):
- ~στους γονείς |
- ~ στη μνήμη του δείνα |
- ούτε είναι ~ στους αρχαίους να ρωτηθούμε για τη μορφωτική τους αξία (Kakridis) |
- τον Nτον Zουάν δεν τον χαρακτηρίζει μόνον η ~ και η περιφρόνηση για τους νόμους και για τους ανθρώπους (Papatsonis, adapted)
[fr kath ασέβεια ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① impiety, ungodliness (syn ανευλάβεια, ant ευλάβεια, σεβασμός):