Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασάλευτος, επίθ.· ασαλεύωτος.
-
- 1)
- α) Ακλόνητος:
- (Ερωτόκρ. Β´ 2363)·
- β) ακίνητος:
- (Βίος Αλ. 1675)·
- γ) που δε μπορεί να φύγει από κάπου· αμετακίνητος:
- εγίνουσουν ασάλευτος … από τον νουν μου (Ερωτοπ. 80)·
- δ) που μένει ακίνητος από έκπληξη:
- Όλοι επομείνα ασάλευτοι έτσι να τονε δούσι (Ερωτόκρ. Ε´ 1381).
- α) Ακλόνητος:
- 2) (Μεταφ.) σταθερός, αδιάσειστος, αμετάβλητος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [400]), (Ιστ. πατρ. 1681), (Μαχ. 2617).
- 3) Ατρόμητος:
- Η δεξιά των Μακεδόνων ασάλευτη είναι (Διήγ. Αλ. G 28528‑9).
- 4) Απείραχτος, ακέραιος:
- Τα … κτίσματα έμειναν ασάλευτα (Hagia Sophia ω 53522).
- 5) (Προκ. για αίτημα) απαραβίαστος:
- γενέσθω … το παρά των Τούρκων αιτηθέν ασάλευτον (Δούκ. 14525).
[αρχ. επίθ. ασάλευτος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασάλευτος -η -ο [asáleftos] Ε5 : 1.που δε σαλεύει, που είναι εντελώς ακίνητος, συνήθ. από κατάπληξη, φόβο ή θαυμασμό: Στάθηκε ~ για να μην κάνει θόρυβο. Έμεινε ~ μόλις είδε το ληστή. Παρακολουθούσαμε ασάλευτοι το θέαμα. || για κτ. που δεν κινείται: Tα φύλλα των δέντρων ήταν ασάλευτα. H θάλασσα είναι ασάλευτη, ακύμαντη. 2. (μτφ.) α. (λογοτ.) αμετάβλητος, μονότονος: Aσάλευτη ζωή. β. ακλόνητος, σταθερός: H πίστη του είναι ασάλευτη.
ασάλευτα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀσάλευτος `σταθερός΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασάλευτος1 [asáleftos] ο,
- immobile person:
- μερικοί .. είδαν τον κόσμο με τα μάτια των άλλων· είναι οι ασάλευτοι (Panagiotop) |
- κατάφεραν να μετακινήσουν τους ασάλευτους, να τους κάμουν εκδρομείς (Charis)
[substantiv. m of ασάλευτος2]
- immobile person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασάλευτος2, -η, -ο [asáleftos]
- ① not moving, motionless, immobile (syn ακίνητος 1a, ακούνητος 1, άσειστος 1):
- ~περιηγητής |
- ασάλευτη θάλασσα, όψη |
- ασάλευτο βλέμμα, δέντρο, πλήθος, σκάφος, σύννεφο, χέρι |
- ασάλευτα βλέφαρα, πόδια |
- απόμεινε, κάθεται, περιμένει, στέκει ~ |
- είναι ξαπλωμένη ασάλευτη |
- ασάλευτη ζωή stagnant life |
- τα μάτια των ανθρώπων γυάλιζαν μέσα στην ασάλευτη πάχνη (Kazantz) |
- ασάλευτα σάπιζαν τα κουπιά, σκούριαζαν τ' αλέτρια (Myriv) |
- είχαμε δέκα ώρες ασάλευτοι και το πολυβόλο χτυπούσε αδιάκοπα (Panagiotop) |
- σκύβουν ασάλευτοι στα βιβλία των αιώνων (Karantonis) |
- poem .. ο λύχνος ίσια, ασάλευτη βαστά | τη φλόγα και την κάπνα του κλ (Agras)
- ⓐ that cannot be moved, immovable, unshakable, firm, solid (syn ακλόνητος 1, αμετακίνητος 1, άσειστος 2, ατράνταχτος, σταθερός):
- ασάλευτη βάση |
- ασάλευτο βάθρο, βουνό, θεμέλιο, στήριγμα |
- τίποτε δε σαλεύει κάτι ασάλευτο, που αισθάνομαι μέσα μου (Palam) |
- έδεσα το τιμόνι ασάλευτο κι άφησα το καΐκι να κυβερνηθεί (Vlachogiannis) |
- τα τεράστια ασάλευτα αιγυπτιακά ή ασσυριακά αγάλματα έγιναν εδώ στην Kρήτη μικρά, χαριτωμένα (Kazantz) |
- song τα κύματα δε σάλεψαν τ' ασάλευτο κοντάρι (Chatzinis)
- ② fig unshakable, immovable, permanent, established (syn αμετακίνητος 2, απαρασάλευτος 1):
- ~νόμος |
- ασάλευτη αιωνιότητα, απάθεια, τάξη |
- ο ~ λόγος του θεού |
- ο μεγάλος καλλιτέχνης βλέπει κάτω από την καθημερινή ρεούμενη πραγματικότητα αιώνια ασάλευτα σύμβολα (Kazantz) |
- ένα τέτοιο αέρα .. ασάλευτης γαλήνης αναπνέομε μέσα στο έργο του Σπινόζα (Papanoutsos) |
- τους μετάπλασε μέσα στη θέρμη του λόγου του .. και τους χάρισε την πιο ασάλευτη αθανασία (Panagiotop)
- ⓑ invariable, immutable, unchanged (syn αμετάβλητος 2, ανάλλαγος 1, απαρασάλευτος 2, ατράνταχτος):
- ασάλευτες αλήθειες, παραδόσεις |
- ασάλευτα ιδανικά, κριτήρια |
- η ασάλευτη ουσία των πραγμάτων |
- διατηρεί ασάλευτη και αδιαφιλονίκητη την ταυτότητά του (Papanoutsos) |
- το επικαιρικό και το παροδικό γίνεται .. ασάλευτο και παντοτινό (Chourmouzios) |
- poem δε μένει ασάλευτη | τ' ανθρώπου η γνώμη (Markoras)
- ⓒ firm, strong, steadfast, unwavering (syn ακλόνητος 2, απαρασάλευτος 3, ατράνταχτος):
- ασάλευτη αφοσίωση, επιμονή, πεποίθηση, πίστη |
- ασάλευτο αίτημα |
- είναι ~ από το σκοπό του |
- οι HΠA έγιναν το ασάλευτο προπύργιο της ανθρώπινης ελευθερίας |
- ~ ο Aθηναγόρας στη γραμμή που ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της πατριαρχείας του (Palaiologos)
- ③ solid, indisputable, incontestable, irrefutable (syn αδιάσειστος, απαρασάλευτος 4, ατράνταχτος):
- ασάλευτη μαρτυρία |
- ασάλευτα δοκουμέντα, επιχειρήματα |
- είχε τώρα τις ασάλευτες αποδείξεις της ενοχής του P. (Melas) |
- το πράττειν δεν υπακούει σε ασάλευτη δεοντολογία (Panagiotop)
- ④ strong, unimpaired (syn ακλόνητος 3):
- ζητούσαν προκοπή .. και υγεία ασάλευτη (Panagiotop)
[fr postmed, MG ασάλευτος ← K (also pap), AG, cpd w. σαλευτός (: σαλεύω)]
- ① not moving, motionless, immobile (syn ακίνητος 1a, ακούνητος 1, άσειστος 1):