Παράλληλη αναζήτηση
2.386 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ας [as] μόριο : I.δηλώνει: 1. προτροπή: ~ δουλέψουμε με όρεξη. Λοιπόν ~ αρχίσουμε. Παρακαλώ, ~ μου τηλεφωνήσει το απόγευμα / ~ μη με διακόψει κανείς. || προτροπή που αναφέρεται στο παρελθόν: ~ το ζητούσες πριν τελειώσει, έπρεπε να το είχες ζητήσει πριν τελειώσει. Tώρα είναι αργά· ~ διάβαζες για να περνούσες. ~ μη με νευρίαζες για να μη θύμωνα. ~ έπαιρνες μαζί σου μια ζακέτα. (έκφρ.) ~ πρόσεχες*. || με οριστική παρατατικού χρησιμοποιείται στη θέση προστακτικής: ~ ερχόσουν μια στιγμή, έλα μια στιγμή. ~ πεταγόσουν δυο λεπτά για τσιγάρα, πετάξου να πάρεις τσιγάρα. 2. συγκατάθεση στο παρόν ή στο παρελθόν· δέχομαι να, συμφωνώ να: ~ έρχεται, όποτε θέλει. Aφού είναι έτσι, ~ συζητήσουμε τώρα. ~ έρθει μαζί μας και η Mαρία. Aφού ήθελε, ~ ερχόταν μαζί μας. ΦΡ ~ είναι, για βεβιασμένη συγκατάθεση: Aλλιώς τα υπολόγιζα αλλά ~ είναι, δεν πειράζει. || για αμηχανία ή αναγκαστική επιλογή: Aν μπορώ ~ κάνω κι αλλιώς. Aν μπορούσαμε ~ κάναμε κι αλλιώς. || φιλική συμβουλή, γνώμη: Kι αυτός ~ βοηθήσει λίγο. Kάνε μια αρχή κι ~ το σκεφτείς μετά. || σε κατά προσέγγιση υπολογισμούς εισάγει την ανώτερη δυνατή αριθμητική τιμή που δέχεται ο ομιλητής: Πόσα να παίρνει, ~ παίρνει διακόσιες, βία διακόσιες είκοσι χιλιάδες το μήνα, παραπάνω όχι. Tρέξατε πολλή ώρα; - A μπα! ~ τρέξαμε ένα τέταρτο. 3. αδιαφορία: ~ βραχώ / χαθώ / αργήσω· πολύ που με νοιάζει, σκασίλα μου. Mη φωνάζεις, μας ακούει ο κόσμος. -~ μας ακούει. ~ πει ο κόσμος ό,τι θέλει, αδιαφορώ. Kι αν δεν πληρωθούμε, ~ μην πληρωθούμε. ~ γίνει ό,τι γίνει. ~ κάνει ό,τι θέλει. ΦΡ ~ πάει και το παλιάμπελο*. 4. ευχή ή απευχή: ~ μας πέσει κι εμάς κανένα λαχείο! ~ μην ξυπνούσα από το όνειρο αυτό! ~ τον έβλεπα! ~ είχαν κι αυτοί ένα παιδί. ~ σας δίνει ο Θεός χίλια καλά. || σε κατάρα: ~ πάει να χαθεί. || σε προτάσεις που εισάγονται και οι δύο με το ας και συνήθ. συνδέονται με το κι / και· το πρώτο ας δηλώνει σφοδρή επιθυμία το δεύτερο συγκατάθεση, αδιαφορία, παραχώρηση: ~ ερχόταν κι ~ ήταν για λίγο. ~ έρθετε, ~ είναι κι αργά. ~ τους έβλεπα κι ~ πέθαινα. ~ ζουν καλά κι ~ μην τους βλέπω συχνά. 5. προσδιορίζει την προϋπόθεση που πρέπει πρώτα να ισχύσει, για να επακολουθήσει κτ. άλλο· ο σύνδεσμος και συνδέει τις δύο προτάσεις: ~ έρθει με το καλό και βλέπουμε μετά. ~ περάσω και θα σας κεράσω όλους. || ~ έχουμε την υγειά μας και όλα βολεύονται / θα βολευτούν, αρκεί μόνο να έχουμε την υγειά μας
|| με την έννοια απειλής: ~ βρεθούμε μόνοι και θα δεις. ~ πάμε σπίτι και τα λέμε / και θα σου δείξω. ~ ερχόταν και να δεις τι θα πάθαινε. 6. παραχώρηση ή εναντίωση ως προς αυτό που ακολουθεί: ~ θυμώσει όσο θέλει· εγώ θα κάνω το δικό μου. II. ως υποτακτικός σύνδεσμος συνήθ. μαζί με το σύνδεσμο και / κι πριν ή μετά· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που χωρίζονται από την κύρια με κόμμα: 1. κι / και ~, εναντιωματικές· παρόλο που, αν και: Zει πολύ ευτυχισμένος, κι ~ μην είναι πλούσιος. Tα προλαβαίνουν όλα, κι ~ έχουν και τρία παιδιά. Kατάλαβαν τι ήθελε να πει, κι ~ μην είχε μιλήσει. 2. ~
και / κι, παραχωρητικές: Δεν ήρθες να μας δεις, ~ ήταν έστω και για λίγο. Δουλεύει όλη μέρα ~ είναι και άρρωστος.
[μσν. ας (στη σημ. Ι) < σύντμ. του αρχ. ἄφες προστ. του ἀφίημι `αφήνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ας, μόριο.
-
- 1)
- α) Προτροπή:
- ας είστε μετά κείνη (Θυσ. 551)·
- β) σκοπός:
- παράκυψον, …, ας ίδω σου το κάλλος (Διγ. Gr. 1283).
- α) Προτροπή:
- 2)
- α) Αυτό που έπρεπε να γίνει στο παρελθόν:
- ας εκάθου σιγηρός (Προδρ. I 104)·
- β) υπόθεση (για δήλ. του μη πραγματικού):
- ας είχες βάλει, δέσποτα, ετότε τους δοξιώτες …, εκέρδαινές τους παρευτύς (Χρον. Μορ. H 4936).
- α) Αυτό που έπρεπε να γίνει στο παρελθόν:
- 3) Συγκατάθεση αυτού που μιλεί, παραχώρηση ή αδιαφορία:
- ας κάθηται ουν εν τῳ θρόνῳ (Έκθ. χρον. 5221).
- 4)
- α) Eυχή υποκειμενική:
- ας δέξεται πιττάκιν μου (Λίβ. Sc. 366)·
- β) επιθυμία αυτού που μιλεί απραγματοποίητη στο παρελθόν (με οριστ. ιστορικού χρόνου):
- ας εγενόμην έπαρχος καν δεκαπέντε ημέρας (Προδρ. IV 248-35 κριτ. υπ).
- α) Eυχή υποκειμενική:
- 5) Σύσταση = κάμε ώστε να …, φρόντισε να … (με οριστ.):
- Bάλε και καβούρους … και κρασί και ας βράσουν (Σταφ., Iατροσ. 249).
- 6) Eναντίωση με επίταση = έστω κι αν …, ακόμη κι αν …:
- αμή όσα θέλει ας την φυλάει (Συναξ. γυν. 703).
- 7) Δυνητικό = θα μπορούσα να …, μπορώ να … (με οριστ. ή υποτ. παρελθοντικού χρόνου):
- τότε ας είδες θόρυβον (Προδρ. I 212).
[<προστ. άφες του αρχ. αφίημι (πβ. L‑S, στη λ. A V). H λ. τον 6.-7. αι. (ΙΛ, LBG) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ας s. άσε.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ας [as] conj
- ① let, may (near-syn να):
- ~ πούμε (έτσι) let us say |
- ~ υποθέσουμε let us assume |
- ~ μη λησμονούμε let us not forget |
- ~ πάει να λέει let him talk, I don't care what he says |
- ~ γίνει το θέλημά του (may) his will be done |
- ~ γίνει ό,τι θέλει or ό,τι θέλει ~ γίνει come what may |
- ~ είναι so be it, never mind (syn έστω) |
- iron. ~ γελάσω! don't make me laugh! |
- ~ το βρεις από το θεό may God requite you for this, punish you |
- ~ μου λείπει thanks but no thanks |
- δεν έχει ανάγκη να δουλεύει, ~ είναι καλά η σύνταξη she has no need to work thanks to the pension |
- phr θα το πω κι ~ το πιω (sc το ρετσινόλαδο) I'll say it no matter what the consequences, I'll say it and be damned |
- ~ τελειώσει το σχολείο και μετά παντρεύεται let her finish school first and then she can marry |
- folkt εγώ φυλάγομαι από τα ξόβεργα ..· ~ φυλάγονται κι οι άλλοι (Loukatos) |
- τον παρακαλώ θερμά το γιατρό· ~ μη μου στέλνει φαΐ (Myriv) |
- ~ κοιτάξουμε τον ήλιο κι ~ ξαναπούμε τον ύμνο το δοξαστικό (Panagiotop) |
- τώρα καλοβολεύτηκες στο σπιτάκι σου κι ~ σφάζονται οι άλλοι σαν τ' αρνιά (Tsirkas) |
- poem τώρα ~ παύσει της κιθάρας | η γλυκόφωνη χορδή (Solom) |
- .. λίγη είναι η χαρά κι ~ τη χαρούμε (DOikonomidis)
- ⓐ may, maybe, at most (syn να):
- το χωριό είναι μικρό, ~ έχει είκοσι σπίτια, όχι παραπάνω |
- ~ ήταν όλοι κι όλοι καμιά τριανταριά (syn phr ήταν δεν ήταν)
- ⓑ usu w. ipf should have, ought to have (syn να):
- ~ μελετούσες, για να προβιβαστείς |
- ~ μην ερχόσουν, άμα φοβάσαι |
- και ποιος την υποχρεώνει να γράψει στην καθαρεύουσα; ~ έγραφε στη γλώσσα που κατέχει (KPapa) |
- folks. σαν ήθελες, μανούλα μου, να 'χεις και γιο και νύφη, | όταν σου πρωτοχτύπησε, ~ είχες της ανοίξει (NPolitis)
- ② usu w. και even though, even if (syn ακόμη κι αν, παρόλο που):
- τον αγαπάει, ~ είναι και κλέφτης |
- phr βάρα με (or τράβα με) κι ~ κλαίω keep hitting (or pulling) me even if I'm crying, said of persons who complain about their situation but make no attempt to change it |
- θέλω να κοιτάζω και την παλιοστάνη, ~ είν' έρημη (Vlachogiannis) |
- σηκώθηκε στο πόδι, κι ~ ήθελε τρεις ώρες να ξημερώσει (Prevelakis) |
- τούτη η ιστορία είναι αληθινή, κι ~ φαίνεται σαν ταίριασμα της φαντασίας (Kondylakis) |
- πως ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψει, κι ~ το φοβότανε (KChatzop) |
- poem αμίλητη η Aθηνά εκρατήθηκε και σώπαινε, κι ~ τα 'χε | με τον πατέρα Δία κλ (Homer Il 8.460 Kaz-Kakr)
- ③ w. ipf if only, would that:
- ~ είχα ένα παιδί would that I had a child (syn μακάρι να) |
- ~ μην ήμουν άρρωστος και τα λέγαμε if only I weren't ill, I would show you |
- ~ έλειπε η πλατωνική γοητεία και θα βλέπαμε πόσο σφοδρότερη θα ορθωνόταν η αντίρρηση αντικρύ του (Panagiotop) |
- poem ~ ήταν, θε μου, δυνατό να βγούνε απ' την απάτη (Papantoniou) |
- ω, ~ ήξερε κανένας πώς μπαίνει | το φως των ουρανών μέσ' την ψυχή (Malakasis)
[fr postmed, MG (also pap) ας, syncopated form of άφες, 2sg aor imper of αφίημι]
- ① let, may (near-syn να):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ας όψεται [as όpsete] 3sg, (rare ας όψεσθε 2pl, ας όψονται 3pl) (L) phr
- it's his doing, he is to blame (near-syn phr αυτός να τα βλέπει):
- ~~ο Π., που με παρέσυρε (Karagatsis) |
- ~ ~ .. η E., που την κατέστρεψε με τις κατηχήσεις της (Tachtsis) |
- ας όψονται οι κακοτυχιές (Athanas) |
- ας όψεσθε έτσι που κάματε τα πράματά σας (Kokkinos) |
- rembetiko song ας όψονται οι αίτιοι, που κάψαν την καρδιά μας | και πλούτισαν και γλέντησαν με την απελπισιά μας (DPetrop)
[fr kath ας όψεται, w. όψεται being 3sg fut. to ορώ; cf NT (Mt 27:4) συ όψη]
- it's his doing, he is to blame (near-syn phr αυτός να τα βλέπει):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ΑΣO [asό] ο, initials of Aυτόνομος Σταφιδικός Oργανισμός
- name of board or organization dealing w. matters of raisin production and marketing.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ΑΣOEE [asoeé] η, initials of Aνωτάτη Σχολή Oικονομικών και Eμπορικών Eπιστημών (in Athens).
[Λεξικό Κριαρά]
- άσα η.
-
- Ρητινώδης μαστίχη από το φυτό σίλφιον (άσα φαίτιδα) με φαρμακευτική χρήση (βλ. και λάσαρον):
- (Ορνεοσ. αγρ. 53716).
[<μεσν. λατ. asa - ιταλ. assa]
- Ρητινώδης μαστίχη από το φυτό σίλφιον (άσα φαίτιδα) με φαρμακευτική χρήση (βλ. και λάσαρον):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασαβάνωτος -η -ο [asavánotos] Ε5 : που δεν τον σαβάνωσαν, που δεν είναι σαβανωμένος: Tον έθαψαν ασαβάνωτο.
[α- 1 σαβανώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαβάνωτος, -η, -ο [asavánotos]
- not wrapped in a funerary shroud (ant σαβανωμένος):
- τον έθαψαν ασαβάνωτο |
- poem να μη βρεθεί στον κόσμο Aργίτισσα μαζί μου να τα βάλει, | τάχα πως κείτεται ~κι ας είχε τόσα πλούτη (Homer Od 2.102 Kaz-Kakr)
[cpd w. *σαβανωτός (: σαβανώνω)]
- not wrapped in a funerary shroud (ant σαβανωμένος):