Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρύς
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αρύς, επίθ.
  • Που έχει αραιά διαστήματα·
    • (εδώ προκ. για χτένι) που έχει αραιά δόντια:
      • (Σπανός B 58).

[<επίθ. αραιός κατά τα επίθ. σε ύς. Η λ. το 10. αι. (LBG), στο Βλάχ. (ής) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρύς -ιά -ύ [arís] Ε7 : (λαϊκότρ.) αραιός. αριά ΕΠIΡΡ κυρίως στην έκφραση ~ και πού*.

[μσν. αρύς < αρχ. ἀρ(αιός) μεταπλ. κατά τα επίθ. σε -ύς: βαρύς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρύς, -ιά, -ύ [arís]
  • ① thinly distributed, spread or spaced (out), sparse, scattered (syn in αραιός 1a):
    • αρύ κριθάρι, σιτάρι |
    • αριά γένεια, δόντια, μαλλιά |
    • αρύ χτένι comb w. large gaps between the teeth |
    • αρύ κόσκινο sieve w. large openings, coarse sieve |
    • στη λεωφόρο .. αριοί ήσαν οι περιπατητές (Spandonidis)
  • ⓐ loosely woven, thin (syn in αραιός 1b):
    • αρύ πλέξιμο |
    • το ένα φόρεμα είναι αρύτερο από το άλλο
  • ② occurring infrequently or rarely, far between, occasional, scattered (syn in αραιός 2a

[fr postmed, MG αρύς, backform. on the basis of αριά, f of αραιός, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες