Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρύομαι [aríome] ipf αρυόμουν, aor αρύσθηκα (subj αρυσθώ), (L)
  • draw, derive, obtain, get (syn αντλώ 2, near-syn παίρνω):
    • από πού αρύεται τις πληροφορίες του; |
    • οι αξίες από κάπου αρύονται το κύρος τους |
    • οι ενδιαφερόμενοι θα ήταν χρήσιμο να αρυσθούν μερικά διδάγματα από την επιτυχία του Κ. |
    • ο Μοντεσκιέ αρύσθηκε τις βασικές έννοιες της πολιτικής θεωρίας του από την Αγγλία (Kanellop) |
    • οι Ρωμαίοι εκπρόσωποι της στωικής φιλοσοφίας .. αρύονταν και αυτοί για τη διδασκαλία τους από τους μεγάλους στωικούς της πρώτης περιόδου (Despotop) |
    • δεν έμαθαν να αρύονται συμπεράσματα από την ιστορία; (Vrachimis)

[fr kath αρύομαι ← Κ, AG ἀρύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες