Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωματοποιείο το [aromatopiío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο παρασκευής αρωμάτων.
[λόγ. αρωματ- (άρωμα) -ο- + -ποιείον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματοποιείο [aromatopiío] το, (L)
- shop or factory in which perfumes are produced (syn μυροποιείο)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρωματοποιείον, der of αρωματοποιός]