Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωματοποιία η [aromatopiía] Ο25 : η παρασκευή αρωμάτων: Πρώτες ύλες αρωματοποιίας. || η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία.
[λόγ. αρωματ- (άρωμα) -ο- + -ποιία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματοποιία [aromatopiía] η, (L)
- ① art or process of producing perfumes, perfumery
- ② company or factory producing perfumes, perfume industry:
- σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στις αρωματοποιίες
[fr kath (neol Koumanoudis) αρωματοποιία, der of αρωματοποιός]