Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρωματικός, επίθ.
-
- Που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει:
- αρωματικήν λαύραν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [401])·
- έκφρ. φύλλον αρωματικόν = είδος φαρμακευτικού φυτού:
- (Ιερακοσ. 38814‑5).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Άρωμα:
- ευωδία αρωματικών (Φυσιολ. 35124).
- 2) Μπαχαρικό, καρύκευμα:
- Το δικαίωμαν πάντων των αρωματικών, τουτέστιν όλων των αρτυματικών (Ασσίζ. 23831).
- 1) Άρωμα:
[μτγν. επίθ. αρωματικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωματικός -ή -ό [aromatikós] Ε1 : 1.που έχει ευχάριστη μυρωδιά, που αναδίδει άρωμα: Aρωματικά φυτά. Tα καλά πεπόνια είναι αρωματικά. Aρωματικά καπνά. Aρωματικά τσιγάρα / σαπούνια. || (ως ουσ.) τα αρωματικά, φυσικές ή τεχνητές ουσίες που αρωματίζουν. 2. (χημ.) Aρωματικές ενώσεις, είδος οργανικών ενώσεων. ~ χαρακτήρας, το σύνολο των ιδιοτήτων των αρωματικών ενώσεων. Aρωματικές αλκοόλες. Aρωματικοί υδρογονάνθρακες, είδος ακόρεστων οργανικών κυκλικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀρωματικός· 2: σημδ. αγγλ. aromatic (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀρωματικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματικός, -ή (& -ιά), -ό [aromatikós]
- having or emitting a pleasant smell, sweet-smelling, fragrant, aromatic (syn αρωματισμένος 2, αρωματώδης L, μυρωδάτος, μυρωδικός):
- ~θάμνος, καρπός, καφές |
- αρωματική ευωδία, ουσία |
- αρωματικό κορμί, κρασί, λάδι, μέλι, σαπούνι |
- αρωματικά βότανα |
- αρωματικά αλάτια μπάνιου |
- όλα της τα κρέατα είναι εξαίρετα, επειδή βόσκουν μια γη αρωματική (Demetrieis) |
- σας σερβίρουν αρωματικές φράουλες με τραγανή σάρκα (Palaiologos) |
- λένε κάποιο θρησκευτικό δίστιχο, .. ανάβουν ένα αρωματικό ξυλάκι (Evelpidis) |
- poem εδώ μέντα καραμέλα | έχω αρωματικιά (Karyotakis)
[fr postmed, MG αρωματικός ← K (Diosc, Plut; also pap), der of άρωμα]
- having or emitting a pleasant smell, sweet-smelling, fragrant, aromatic (syn αρωματισμένος 2, αρωματώδης L, μυρωδάτος, μυρωδικός):