Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωματίζω [aromatízo] -ομαι Ρ2.1 : α.βάζω άρωμα2 ή κολόνια σε κτ.: Aρωμάτισε το μαντίλι της / το πρόσωπό της. || (παθ.) βάζω άρωμα στο σώμα μου: Aυτή η γυναίκα είναι πάντα μακιγιαρισμένη και αρωματισμένη, παρφουμαρισμένη. || για κτ. που σκορπάει το άρωμά του: Tα λουλούδια αρωματίζουν τον αέρα. Yπάρχουν ειδικές ταμπλέτες που αρωματίζουν τους κλειστούς χώρους. β. προσθέτω σε κτ. μια αρωματική ουσία: Tο ούζο το αρωματίζουν με γλυκάνισο. Kρέμα αρωματισμένη με βανίλια.
[λόγ. < ελνστ. ἀρωματίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματίζω [aromatízo] ipf αρωμάτιζα, aor αρωμάτισα (subj αρωματίσω), mediop αρωματίζομαι, ipf αρωματιζόμουν, aor αρωματίστηκα, (L)
- ① trans provide w. a pleasant smell, perfume, scent (syn ευωδιάζω, μοσκοβολώ):
- ~τα μαλλιά, τα ρούχα μου (syn παρφουμάρω) |
- ψησταριές αρωματίζουν το άστυ |
- αρωματίζουν τους πελάτες του καταστήματος μετά την πυρκαγιά |
- αρωματίζει με την ευωδία της νοικοκυροσύνης την εστία μας |
- το σκυλί είχε μάθει να μη γαβγίζει τους επισκέπτες, όχι όμως και να μην αρωματίζει κάθε τόσο το σαλόνι (Xenop) |
- οι σωματέμποροι τις έντυναν, τις στόλιζαν, τις αρωμάτιζαν και τις ανέβαζαν στο κατάστρωμα (Panagiotop) |
- τα πεύκα, τα θυμάρια .. αρωματίζουν την ατμόσφαιρα (Melas) |
- άπλωσε το περιεχόμενο της κατσαρόλας, τ' αρωμάτισε με την κανέλλα (Chourmouziadis)
- ⓐ mediop αρωματίζομαι receive perfume or perfume o.s. (syn παρφουμάρομαι):
- τα χέρια της γλιστρούσανε στα χέρια μου και σταματούσε απάνου στο βιβλίο και το φύλλο αρωματίζοταν (Palam) |
- poem περαστικό το αυλάκι | κοντά σου, αρωματίστηκε (Xydis)
- ② fig infuse a positive or pleasant quality into, pervade w. an aura:
- το όνομα δεν έχει κανένα άρωμα ..· το χέρι, που το γράφει, είναι η πηγή που αρωματίζει (Palam) |
- η ευτυχία ήταν έτοιμη ν' αρωματίσει όλες της τις ώρες (Katsigra) |
- poem οι λαμπρές φρίκες των δακρυσμένων σπιτικών | αρωματίσαν και το χωρισμό (NPappas)
- ③ intr emit a pleasant smell (syn ευωδιάζω, μοσκοβολώ):
- βαδίζει σαν βασίλισσα ανάμεσα στα τραπέζια, θροΐζοντας ολόκληρη και αρωματίζοντας και αχτινοβολώντας (Theotokas)
[fr kath αρωματίζω ← K]
- ① trans provide w. a pleasant smell, perfume, scent (syn ευωδιάζω, μοσκοβολώ):