Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρωγή η [arojí] Ο29 : (λόγ.) βοήθεια, συνήθ. οικονομική: Tα άπορα και ηλικιωμένα άτομα έχουν ανάγκη από την κρατική ~. Tαμείο αρωγής, ασφαλιστικό ταμείο. Δικαστική ~, δικαστική συνδρομή.
[λόγ. < αρχ. ἀρωγή `βοήθεια (όχι οικονομική)΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωγή [aroyí] η, (L)
- support, assistance, aid (syn βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη):
- ηθική, οικονομική, πνευματική, υλική ~ |
- κέντρο κοινωνικής αρωγής αλκοολικών |
- ευεργέτες ανακηρύσσει το διοικητικό συμβούλιο πρόσωπα που έχουν προσφέρει πολύ σημαντική ~ στην Eταιρία |
- με την ευκαιρία .. των γιορτών των πολιούχων αναπέμπονται .. επικλήσεις για την αποτελεσματική ~ τους (Vacalop) |
- χτίσθηκε .. ένας πρότυπος ξενοδοχειακός κολοσσός, με κρατική μέριμνα και ~ (Papatsonis)
[fr kath αρωγή ← AG]
- support, assistance, aid (syn βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη):