Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχύτερα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχύτερα [arxítera] επιρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) νωρίτερα, συνήθ. στην έκφραση μιαν ώρα ~, όσο γίνεται πιο γρήγορα: Θέλω να φύγω από δω μιαν ώρα ~. Nα πεθάνω μιαν ώρα ~, να ησυχάσω.

[μσν. αρχύτεραν < αρχ(ή) επίρρ. -ύτερα(ν) κατά το μσν. *ταχύτερα (< αρχ. συγκρ. ταχύτερον)]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχύτερα, επίρρ.
  • Πριν (από):
    • έριξεν εις το θεμέλιον αρχύτεραν απ’ όλους (Hagia Sophia ω 51518).

[<επίθ. αρχύτερος (ΙΛ). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχύτερα [ar ítera] adv (sp. also αρχήτερα)
  • ① earlier, previously (syn νωρίτερα, πρωτύτερα):
    • δεν ήρθες, έφυγε ~ |
    • σας το έλεγα ~ |
    • folkt θέλησε να πάει πάλι στη Bενετιά, που είχε αποφασίσει κι είχε κινήσει κι ~και δεν είχε πάει (Loukatos)
  • ② phr μια ώρα ~as soon as possible, the sooner the better (syn phr όσο το δυνατόν γρηγορότερα):
    • βάλτε την θέλησή σας εις ενέργεια μίαν ώρα ~να μπούμεν σε καλόν δρόμον (Makryg) |
    • εμέτραε με μια νευρική βιασύνη, για να τελειώσει να φύγει μιαν ώρα ~ (Pasagiannis) |
    • διατυπώνει .. την επιθυμία να γυρίσει μιαν ώρα ~ στην πατρίδα του (Kakridis) |
    • να κοιτάξεις μια ώρ' ~ να νοικοκυρευτείς (Panagiotop)
  • ⓐ sooner than planned or expected, before one's time (syn phr L προ της ώρας, πριν της ώρας):
    • ο θόρυβος και τα καυσαέρια διώχνουν τον ξένο από την πόλη μας μια ώρα ~ |
    • το κέφι σας είναι να με στείλετε μια ώρα ~ στον τάφο; (Karagatsis) |
    • να μην αφήσουμε τα ελληνικά να χαθούνε μια ώρα ~ (Palaiologos, adapted)

[fr postmed (17th c.) αρχύτερα, der of αρχύτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες