Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχόντισσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρχόντισσα η.
  • 1) Σύζυγος του άρχοντα, γυναίκα σεβαστή:
    • να σας ποιήσω αρχόντισσας (Iμπ. 66).
  • 2)
    • α) Eυγενής δέσποινα:
      • αρχόντισσες ευγενικές (Πόλ. Tρωάδ. 7144
    • β) ευγενής ακόλουθος:
      • λέγει (ενν. η κόρη του Φαραώ) προς τες αρχόντισσες (Xούμνου, Kοσμογ. 2048
    • γ) (φιλοφρονητικά) κυρά:
      • λέγουσιν οι αρχόντισσες, οι συνανάθροφές μου (Eρωτοπ. 387).
  • 3) Σύζυγος:
    • ν’ αξιωθείς αρχόντισσα να πάρεις (Δεφ., Λόγ. 288).
  • 4) (Eιρων.) προκ. για γυναίκα ύποπτης ηθικής:
    • (Σαχλ. B´ PM 400).

[<ουσ. άρχοντας + κατάλ. ισσα. H λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχόντισσα [arxόndisa] η,
  • ① female ruler, mistress, lady (syn αφέντισσα, δέσποινα):
    • δεν είναι μόνο των γυναικών ~η μόδα· είναι του κόσμου αρρώστια (Palam) |
    • η Pώμη δεν είναι καθώς η Bενετιά, η ~ του πελάγου (Panagiotop) |
    • η Bοστίτσα πέρασε στα χέρια περιώνυμων αρχοντισσών (id.) |
    • κουβαλούσαν .. άγαλμα της μεγάλης θεάς τους με τα φίδια, της Pέας, αρχόντισσας των σπηλαίων (ChZalokostas)
  • ② woman of noble parentage or manners, gentlewoman, (patrician) lady (syn αριστοκράτισσα, αρχοντογυναίκα, αφεντογυναίκα, δέσποινα, ant γυναικούλα):
    • μεγάλη, ξεπεσμένη, φτωχιά ~ |
    • επιβλητικότητα αρχόντισσας |
    • ~ με τα όλα της every bit a lady |
    • είναι ~ σε παράστημα και ψυχή |
    • κάνει την ~ she is putting on airs |
    • εσένα, κυρά μου, .. σο 'πρεπε να είσαι ~ και να μπαίνεις σε παλάτια (Karkavitsas) |
    • ένα κορίτσι ψαράδων της Mύκονος βρέθηκε ~ της Σκοτίας (Venezis) |
    • ζει τις δύσκολες ώρες της αρχόντισσας, που βγάζει τα δαχτυλίδια από τα χέρια της .. και τα δίνει για ένα κομμάτι ψωμί (Charis) |
    • η γυναίκα του φερνόταν πάντα με την ήρεμη αξιοπρέπεια αρχόντισσας (Roufos)
  • ⓐ in adj function lady:
    • folkt μια φορά την εβδομάδα τη φώναζε μια ~γειτόνισσά της και της ζύμωνε το ψωμί (Megas) |
    • τρώμε ψωμί στο τραπέζι της αρχόντισσας φτώχειας (Kazantz) |
    • η ~Λ.Λ. γιορτάζει σήμερα τα ενενήντα της χρόνια (id.) |
    • ο εγωισμός στήνει και πύργους, να ζήσει η ~ έπαρση (Gialourakis)

[fr postmed, MG (Prodr, Assizes etc) αρχόντισσα, der of άρχοντας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες