Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχοντόσπιτο το [arxondóspito] Ο41 : 1.μεγάλο και πλούσια εξοπλισμένο σπίτι· αρχοντικό. 2. πλούσια και καλλιεργημένη οικογένεια, από αρχοντική γενιά.
[αρχοντο- + σπίτ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντόσπιτο [arxondóspito] το,
- ① large or imposing house, mansion (syn αρχοντικό, ant φτωχόσπιτο):
- αγροτικό, παλαιικό, πατρικό ~ |
- καθόμαστε στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του αρχοντόσπιτου (TAthanasiadis) |
- ένοιωθε κανένας πως βρίσκονταν στ' ~, γιατί τα χαλκωματένια αγγεία γέμιζαν τα ράφια (NLoukop) |
- folks. να με φυτέψουν στα περιβόλια, | στ' αρχοντόσπιτα τα τιμημένα, | που μοσχοβολούν νύχτα και μέραν (Passow) |
- poem .. μαυροφορούν μανάδες | και κλείνουν τ' αρχοντόσπιτα και μοιρολόγια βγάζουν (IPolemis)
- ② noble or upper-class family or household (syn phr αρχοντικό τζάκι):
- ανετράφη με τις παραδόσεις των παλιών αρχοντόσπιτων |
- όσα ξεπεσμένα αρχοντόσπιτα είχαν ακόμα παλιά βιβλία, τα έστελναν στο μαγαζί του K. (Xenop) |
- τέτοιο περιεχόμενο απόχτησε η ιστορία του μοιραίου αρχοντόσπιτου των Aτρειδών (Papachatzis)
[cpd w. σπίτι]
- ① large or imposing house, mansion (syn αρχοντικό, ant φτωχόσπιτο):