Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχοντογυναίκα η [arxondojinéka] Ο25 : γυναίκα με αρχοντιά, με ευγένεια, με αξιοπρέπεια και συνήθ. με επιβλητική εμφάνιση.
[αρχοντο- + γυναίκα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντογυναίκα [arxondoyinéka] η,
- woman of noble parentage or manners, lady (syn in αρχόντισσα 2a):
- ήταν στ' αλήθεια πολύ ~η πεθερά, φορούσε το καλό της φουστάνι κλ (Panagiotop) |
- απόμεινε μόνη η ~ κοντά στον άρρωστο τον άντρα της (Petsalis)
[cpd w. γυναίκα]
- woman of noble parentage or manners, lady (syn in αρχόντισσα 2a):