Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντικόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αρχοντικόν το· αρχοντικό.
  • 1) (Συν. σε πληθ.) το σπίτι άρχοντα, πλουσίου·
    • γενικά, κάθε σπίτι (σε ένδειξη φιλοφρόνησης):
      • αρχοντικά μεγάλα (Στάθ. A´ 108· Tζάνε, Kρ. πόλ. 1369).
  • 2) (Συνεκδ.) οικογένεια:
    • τον Kαλογιάννην και όλον του το αρχοντικόν ευχόμεθα (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 20229).

[ουδ. του επιθ. αρχοντικός ως ουσ. H λ. στο Somav. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες