Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντικό [arxondikό] το,
- large (or imposing) house serving as residence of notables, mansion (syn αρχοντόσπιτο 1, ant φτωχικό):
- βενετσιάνικο, εξοχικό, παλιό, ταπεινό ~ |
- το ~του δήμαρχου, του προεστού |
- μεγάλος αριθμός αρχοντικών σώζεται στην Kαστοριά |
- το ~των Bικελαίων είναι .. ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της τουρκοκρατούμενης Bέροιας (Panagiotop) |
- δυο απ' τις πιο ισχυρές .. οικογένειες .. έχτισαν στο Aργοστόλι τα πρώτα αρχοντικά ενετικού μπαρόκ (Venezis) |
- στριγγές γυναικήσιες φωνές ερχότανε από τα παράθυρα του φλεγόμενου αρχοντικού (Golfis) |
- βρίσκει μάνα και κόρη εγκατεστημένες στο μεσαιωνικό και γεμάτα μυστήριο ~του κόντε B. (Sachinis) |
- poem το ξεπεσμένο ~| μπουμπούκια και πουλιά το πνίγουν (Argas)
[fr postmed, MG αρχοντικό ← MG αρχοντικόν, substantiv. n of αρχοντικός]
- large (or imposing) house serving as residence of notables, mansion (syn αρχοντόσπιτο 1, ant φτωχικό):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχοντικόν το· αρχοντικό.
-
- 1) (Συν. σε πληθ.) το σπίτι άρχοντα, πλουσίου·
- γενικά, κάθε σπίτι (σε ένδειξη φιλοφρόνησης):
- αρχοντικά μεγάλα (Στάθ. A´ 108· Tζάνε, Kρ. πόλ. 1369).
- γενικά, κάθε σπίτι (σε ένδειξη φιλοφρόνησης):
- 2) (Συνεκδ.) οικογένεια:
- τον Kαλογιάννην και όλον του το αρχοντικόν ευχόμεθα (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 20229).
[ουδ. του επιθ. αρχοντικός ως ουσ. H λ. στο Somav. Ο τ. και σήμ.]
- 1) (Συν. σε πληθ.) το σπίτι άρχοντα, πλουσίου·
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχοντικός, επίθ.
-
- 1) Που ανήκει σε άρχοντα, που προέρχεται από άρχοντα:
- αίμα αρχοντικό (Φαλλίδ. 10).
- 2)
- α) Που ταιριάζει σε άρχοντα, σε ευγενή:
- τάξεις και ήθη αρχοντικά (Σοφιαν., Παιδαγ. 100)·
- β) μεγαλοπρεπής:
- αρχοντικόν παναγύριν (Mαχ. 9234).
- α) Που ταιριάζει σε άρχοντα, σε ευγενή:
- 3) Που έχει τα ήθη, τους τρόπους ή την εμφάνιση του άρχοντα:
- αρχοντικά κοράσια τιμημένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [423]).
- 4) (Ως ουσ.) ευγενής νέος:
- αρχοντικοί … τες πεθυμούσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [700]).
[μτγν. επίθ. αρχοντικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει σε άρχοντα, που προέρχεται από άρχοντα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχοντικός -ή -ό [arxondikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε άρχοντα: Είναι από αρχοντική οικογένεια. Έχει αρχοντικούς τρόπους, ευγενικούς. Aρχοντικό παράστημα, επιβλητικό. Έκανε αρχοντική ζωή. 2. (ως ουσ.) το αρχοντικό: α. η κατοικία του άρχοντα2α. β. για πολυτελή κατοικία εύπορου αστού.
αρχοντικά ΕΠIΡΡ: Zει ~, πολύ πλούσια. [1: μσν. αρχοντικός (αρχική σημ.: `που ανήκει σε αξιωματούχο΄) < άρχοντ(ας) -ικός· 2: μσν. αρχοντικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αρχοντικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντικός, -ή (& -ιά), -ό [arxondikós]
- ① of or pertaining to high-born persons, noble, aristocratic (syn αριστοκρατικός2 2a, αρχοντήσιος, ant λαϊκός):
- ~γαμπρός |
- αρχοντική καταγωγή, οικογένεια, συνείδηση, τάξη |
- αρχοντικό ελάττωμα, όνομα, παλάτι, σχολείο, τσιφλίκι |
- αρχοντικό τζάκι fig noble family (syn αρχοντόσπιτο 2) |
- η τέχνη είναι μαζί αρχοντική και δημοτική (Palam) |
- μια στιγμή που χοχλάκισε το αρχοντικό του αίμα, σκότωσε τον αγά που τον δυνάστευε (Prevelakis) |
- δημιουργείται .. το λογοτεχνικό ενδιαφέρον στους αρχοντικούς φαναριώτικους κύκλους (Dimaras) |
- σκέπασε το πρόσωπό της ανάμεσα τις αρχοντικές παλάμες της κι έκλαψε (MGeorgiou) |
- poem παραμονεύει· αρχοντικό συμπεθεριό διαβαίνει, | κι από τ' αρματωμένα του χέρια χυμά κι αρπάζει | γαμπρό και νύφη κλ (Palam)
- ⓐ characteristic of affluent or important people, lavish, rich (syn πλούσιος, ant φτωχικός):
- ~γάμος |
- αρχοντική φιλοξενία, φορεσιά |
- αρχοντικές σοδειές |
- αρχοντικό δώρο, σαλόνι, σπίτι, τραπέζι |
- κάτω τον περίμενε ένα μεγάλο αρχοντικό αυτοκίνητο (Myriv) |
- ο Pήγας είναι μόνιμος και γνωστότατος κάτοικος μιας αρχοντικής συνοικίας του Bουκουρεστίου (Vranousis) |
- rembetiko song μπροστά στ' αρχοντικά σου τα στολίδια | σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Pωμιοί (IPetrop)
- ② noble, stately, imposing, courtly (near syn L εντυπωσιακός, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής):
- αρχοντική λεωφόρος |
- αρχοντικό ξενοδοχείο, παράστημα, παρουσιαστικό |
- συνήθιζε να μένει στην άλλη κάμαρα, αποτραβηγμένη μ' έπαρση αρχοντική (Terzakis) |
- θυμήθηκα και τ' αρχοντικά της μαλλιά, που φτάνανε ως τα πόδια της (Chatzisotiriou) |
- στάθηκε στην πόρτα του πύργου, του πύργου κυρά αρχοντικότατη, προσμένοντας να περάσουν οι καβαλάρηδες (Karvounis)
- ⓑ noble, dignified, gentle, genteel, civil (near-syn L αξιοπρεπής2 1, ευγενής):
- ~και ειλικρινής χαρακτήρας |
- αρχοντικές κινήσεις, συνήθειες |
- αρχοντικό φέρσιμο |
- είναι ένας λεπτός, ~εορταστικός τόνος του αισθήματος και της σκέψης (Papanoutsos) |
- η συζήτηση αυτή θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί σαν ένας μικροκαβγάς της αρχοντικής ποίησης και της αδιάκριτης .. πεζογραφίας (Theotokas) |
- poem .. τόσον είναι ωραία και τόσο αρχοντική, | που μόλις την ιδεί ο διαβάτης | ξαφνίζεται κλ (Palam) |
- αρχοντικιά είν' η όψη του και της ψυχής του εικόνα (id.)
[fr postmed, MG αρχοντικός ← PatrG, K (also pap)]
- ① of or pertaining to high-born persons, noble, aristocratic (syn αριστοκρατικός2 2a, αρχοντήσιος, ant λαϊκός):