Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχοντικά, επίρρ.
-
- Mε τρόπο που ταιριάζει σε άρχοντα:
- αρχοντικά ενεθράφηκα (Φαλλίδ. 13).
[<επίθ. αρχοντικός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Mε τρόπο που ταιριάζει σε άρχοντα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντικά [arxondiká] adv
- ① in a manner characteristic of noblemen, nobly, graciously:
- μιλεί, φέρεται ~ |
- στη μεγάλη και κρίσιμη ώρα του έθνους η Ύδρα .. ~ γενναιόψυχη τα 'δωσε όλα στον αγώνα (Papanoutsos) |
- φροντίζει για το κόμμα .. του αδερφού της ..· σβήνοντας τον εαυτό της· απλά, ήρεμα, ~ (Petsalis)
- ② in a manner characteristic of rich or important people, lavishly (syn πλούσια):
- ζει, περνά ~ |
- παρουσιάζεται λιτότατα ντυμένος, όχι γιατί δεν έχει να συγυρισθεί ~, μα γιατί δε θέλει (Palam) |
- κάνει οικονομίες όλη τη βδομάδα, για να περάσει ~ το Σαββατοκύριακό του (Kazantz) |
- ήταν περήφανη και πάντα προετοιμασμένη να περιποιηθεί ~ τον κάθε επισκέπτη (Karagatsis) |
- poem πλερώνω απόψε ~| για τα δυο μάτια τα γλυκά (Kranidiotis)
[fr postmed, MG αρχοντικά, der of αρχοντικός]
- ① in a manner characteristic of noblemen, nobly, graciously: