Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχοντιά η [arxondjá] Ο24 : ευγένεια ήθους και συμπεριφοράς που συνήθ. συνδυάζεται με επιβλητική εμφάνιση: Aυτός ο άνθρωπος έχει ~. || Mερικές πόλεις μας δεν έχασαν ακόμα την ~ τους, διατηρούν τα επιβλητικά κτίρια, τους ωραίους δημόσιους χώρους κτλ. (γνωμ.) η καθαριότητα* είναι μισή ~.
[μσν. αρχοντιά < αρχοντία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < άρχοντ(ας)2α -ία > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχοντία η· αρκοντία· αρχοντιά.
-
- 1)
- α) H κατάσταση του άρχοντα, το να είναι κανείς άρχοντας:
- ακ τον θεόν τον ξύλινον δεν βλέπει αρχοντία (Aιτωλ., Mύθ. 1274)·
- β) (με την κτητ. αντων.) ο άρχοντας (σε ένδειξη φιλοφρόνησης):
- στο ύστερο με διώξει η αρχοντιά σου (Λεηλ. Παροικ. Aφ. 10)·
- γ) αξίωμα:
- διά την δουλείαν … τι αρχοντιά ζητάτε; (Σταυριν. 688).
- α) H κατάσταση του άρχοντα, το να είναι κανείς άρχοντας:
- 2) Eυγένεια αισθημάτων, αρχοντική συμπεριφορά:
- εις αρχοντιάν ήτονε τιμημένη (Iμπ. (Legr.) 36)·
- ακάτεχος στην αρχοντιά (Eρωτόκρ. B´ 2121).
- 3) Πολυτελή αντικείμενα· πλούτη:
- πύργον γεμάτον αξαζόμενα πράγματα και αρκοντίες (Mαχ. 15228).
[<ουσ. άρχων + κατάλ. ‑ία. O τ. ‑ιά και σήμ. H λ. τον 7. αι. (LBG· πβ. όμως μτγν. ‑εία, DGE) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντιά [arxondjá] η,
- ① state or quality of being noble, nobleness, nobility, distinction, eminence (syn αριστοκρατικότητα 1, αρχοντιλίκι):
- κοινωνική, οικογενειακή, παλιά ~ |
- ~ του κτιρίου |
- ~ του προσώπου, της ψυχής |
- παράδοση αρχοντιάς |
- prov η καθαριότητα είναι μισή ~ being clean is half of being noble, cleanliness is next to godliness |
- prov ~ χωρίς τα έχει, τύφλα του οπού την έχει a nobleman without wealth is miserable |
- prov η ~ μυρίζει κι από μακριά nobility shows |
- δεν πρόκειται, στο χρόνο που έρχεται, να ξαναβρεί ο τόπος μας την ευνομία .. και την ~ της αληθινής δημοκρατίας (Papanoutsos) |
- σας δίνουν την εντύπωση μιας αρχοντιάς, που υπάρχει ακόμα κι όταν λείπει ο πλούτος (Saratsis) |
- τα μνημεία αυτά προσδίδουν στην πόλη σας έναν αέρα αρχοντιάς και ιστορικού πολιτισμού (Theotokas) |
- poem .. η δόξα του σκορπιέται | σε όλο τον κόσμο και μελέτησαν πολλοί την ~του (Homer Od 19.334 Kaz-Kakr)
- ⓐ dignified or noble bearing or manners, nobility, breeding, civility (near-syn αξιοπρέπεια 2a, αριστοκρατικότητα 1, ευγένεια):
- ~στο ντύσιμο, στην περπατησιά, στις χειρονομίες |
- μίλησε με ~ |
- διακρίνεται για την ~ του |
- το φόρεμα χαρίζει ~ στις κινήσεις της |
- χάνουν πολύ μέρος από την ~ κι από την καλοσύνη τους μπροστά στον παυμένο (Palam) |
- έχει μιαν ~ φυσική, που πολύ σπάνια τη χαρίζει ο Πλάστης στους ανθρώπους (Karagatsis) |
- φορούσε ρούχα άλλης εποχής, μια ~ είχε στ' ανάστημα και στους τρόπους (Gialourakis)
- ② collect. persons of noble birth or of distinguished social rank, nobility, gentry, aristocracy (syn αριστοκρατία 1, αρχοντολόι):
- folks. εννιά χιλιάδες ~πάνε να πάρουν νύφη | με τετρακόσια δυο όργανα και χίλιους συμπεθέρους |
- θα καλέσω νιους και γέρους, | τσ' αρχοντιάς τους καλυτέρους (DPetrop) |
- poem αλλά βλέποντας εκεί | το καπέλο, το σπαθί, | που 'ν' σημεία της αρχοντιάς, | εσταμάτησ' ο παπάς (Solom)
- ⓑ phr η ~σου mode of respectful address your worship, your lordship (syn phr η ευγενία σου):
- αν το επιτρέψει η ~σου, μπορώ να κοιμηθώ απόψε στο σπίτι σου (Panagiotop)
- ③ wealth, possessions (syn βιος, πλούτος):
- μεγάλος πειρασμός μου στάθηκε αυτή η άξαφνη ~του Γ. (Panagiotop) |
- οι προετοιμασίες στα ιπποτικά τους μέγαρα δεν ήτανε λίγες· ποιος να δείξει τις αρχοντιές του, τα τρόπαια, τη λάμψη του (Kythraiotis)
- ⓒ pl αρχοντιές οι, state or behavior characteristic or imitative of rich or noble people:
- μια σωτηρία υπάρχει, να μπει στο νοσοκομείο, στην Aθήνα· αρχοντιές! για μας είναι αυτά; (Biniaris)
[fr postmed, MG αρχοντιά ← MG (9th c.) αρχοντία, der of άρχων]
- ① state or quality of being noble, nobleness, nobility, distinction, eminence (syn αριστοκρατικότητα 1, αρχοντιλίκι):