Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχοντεύω· αρχοντεύγω.
-
- 1)
- α) Eίμαι ή γίνομαι άρχοντας:
- μ’ άλλον αφέντην … και πάλιν ν’ αρχοντέψουν (Iστ. Bλαχ. 634)·
- β) γίνομαι πλούσιος:
- αρχοντεύει δε ο γέρων ώσπερ ήτον και το πρώτον (Πτωχολ. P 356).
- α) Eίμαι ή γίνομαι άρχοντας:
- 2) (Eνεργ. και μέσ.) δείχνομαι «άρχοντας», ισχυρός απέναντι σε κάπ., εναντιώνομαι:
- (Πεντ. Γέν. XXXII 29)·
- αρχοντεύγεσαι εις το λαό μου, για να μην τους αποστείλεις (Πεντ. Έξ. IX 17).
[μτγν. αρχοντεύω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντεύω [arxondévo] ipf αρχόντευα, aor αρχόντεψα
- ① rule, command (syn κυβερνώ):
- poem αν τά 'βλεπα όλο από ψηλά τα πράματα του κόσμου, | .. | σ' όλη τη γης θ' αρχόντευεν ο νόμος ο δικός μου (Athanas)
- ② become a person of substance, grow rich (syn αρχονταίνω, near-syn πλουτίζω):
- αρχόντεψε και δε μας μιλάει |
- ο παππούλης του ζούσε κι αρχόντευε στα παλιά τα χρόνια στην Πάργα (Petsalis, adapted)
[fr postmed, MG αρχοντεύω ← LK (2nd-3rd c. AD), der of άρχων]
- ① rule, command (syn κυβερνώ):