Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχονταρίκι το [arxondaríki] Ο44 : ξενώνας μοναστηριού.
[μσν. αρχονταρίκι < αρχοντάρ(ης) -ίκι 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχονταρίκι [arxondaríci] το,
- ① room where guests are housed or entertained, parlor, (banquet) hall:
- poem μα σύντας πια σε κρύψει ο αυλόγυρος και μπεις στο σπίτι μέσα, | γοργά το ~διάβαινε κλ (Homer Od 6.304 Kaz-Kakr) |
- τους φίλους της καλοσκαμνίσετε στο μέγα ~, | να τρων και να κοιμούνται κλ (Kazantz Od 5.1329)
- ② specif guest quarters in a monastery (syn ξενώνας):
- ο πορτάρης, που ελέγχει τα διαμονητήρια, μας οδηγεί στ' ~(Kasdaglis) |
- από τον εξώστη του αρχονταρικιού [φαίνεται] ωραία θέα προς τη θάλασσα (Varelas)
[fr postmed, MG αρχονταρίκι ← αρχονταρίκιν ← Du Cange αρχονταρίκιον]
- ① room where guests are housed or entertained, parlor, (banquet) hall: