Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντάνθρωπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχοντάνθρωπος ο [arxondánθropos] Ο20 : άνθρωπος με αρχοντιά, με ευγενικά συναισθήματα, με λεπτούς τρόπους και συνήθ. με επιβλητική εμφάνιση.

[αρχοντ(ο)- + άνθρωπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντάνθρωπος [arxondánθropos] ο,
  • ① person of distinguished appearance or manners, lordly man (syn αφεντάνθρωπος, ant χωριάτης):
    • ανάμεσα στους χωριάτες Σάξονες, οι Nορμανδοί φάνταζαν σαν ανώτερα όντα, ήμεροι, πολιτισμένοι .. αρχοντάνθρωποι (Kazantz) |
    • ο αμαξάς ήταν ένας ~ με αψηλή γυαλιστερή καπελαδούρα (id.) |
    • ήτανε .. ένας ~, με ωραίο παράστημα και τέλειο χαρακτήρα (Theotokas) |
    • παρασύρθηκε από αυτόν .. τον αρχοντάνθρωπο με το μονόκλ και με τα καταπληκτικά κοστούμια (Petsalis)
  • ② open-handed or generous person (syn κουβαρντάνθρωπος)

[cpd w. άνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες