Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχομανία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχομανία η [arxomanía] Ο25 : η ιδιότητα του αρχομανούς, το πάθος, η μανία για εξουσία· φιλαρχία.

[λόγ. αρχομαν(ής) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχομανία [arxomanía] η, (L)
  • lust for authority or office, craze for power (syn αρχηγετισμός, φιλαρχία):
    • άκρατη ~ |
    • ~ του τυράννου |
    • το πάθος της αρχομανίας |
    • όταν η ~ του Aλκιβιάδη κλυδώνιζε, ο Σωκράτης είδε καθαρά την ηθική και πνευματική παρακμή, που απειλούσε την πόλη (Theodorakop) |
    • η φιλοδοξία του κι η ~ του θέλησαν να μεταβάλουν τους στρατιώτες σε αυτόματα (Evelpidis) |
    • ήσαν προφάσεις να ξαναπάρει ο B. την εξουσία και να ικανοποιήσει την νοσηρή ~ του (Karagatsis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχομανία, der of αρχομανής2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες