Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχομανής -ής -ές [arxomanís] Ε10 : (μειωτ.) για κπ. που επιδιώκει με πάθος να αποκτήσει εξουσία, που έχει τη μανία της εξουσίας· φίλαρχος.
[λόγ. αρχ(ή)ΙΙΙ -ο- + -μανής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχομανής1 [arxomanis] ο, (L)
- power-hungry person (syn αρχολίπαρος1):
- ούτε η δήλωση αυτή του Σεφέρη συγκίνησε τους αρχομανείς (Raizis)
[substantiv. m of αρχομανής2]
- power-hungry person (syn αρχολίπαρος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχομανής2, -ής, ές [arxomanis] (L)
- lusting for authority or office, power-hungry, power-crazed (syn αρχολίπαρος2, φίλαρχος):
- ~πολιτικός |
- ο ~ και πεισματάρης οσποδάρος του σουλτάνου ήταν .. ανύποπτος απ' όλ' αυτά, που του αποδίδουν (Vranousis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχομανής, cpd of αρχή & combin form -μανής; cf δοξομανής, μεγαλομανής etc]
- lusting for authority or office, power-hungry, power-crazed (syn αρχολίπαρος2, φίλαρχος):