Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχολίπαρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχολίπαρος1 [arxolíparos] ο, (L)
  • person persistently seeking, or grasping for, office or authority (syn αρχομανής1):
    • για τους αρχολίπαρους ο λαός αυτός θα είναι πάντα ένα κτήνος με πολλά κεφάλια (Ploritis) |
    • οι αρχολίπαροι της εξουσίας χουφτιάζουν όλα αυτά τα αγνά συναισθήματα και τα ζυμώνουνε (Roussos)

[substantiv. m of αρχολίπαρος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχολίπαρος2, -η, -ο [arxolíparos] (L)
  • seeking or grasping for office or authority (syn αρχομανής2, φίλαρχος):
    • ο δείνα πολιτικός δεν υπήρξε ~

[fr kath αρχολίπαρος ← K, cpd w. λιπαρής 'persistent, persevering']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες