Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιφύλακας ο [arxifílakas] Ο5 : 1.βαθμός υπαξιωματικού στην ιεραρχία της αστυνομίας, ανώτερος από τον αστυφύλακα και κατώτερος από τον ανθυπαστυνόμο. 2. αυτός που είναι επικεφαλής των φρουρών στρατοπέδου, φυλακίου, φυλακής κτλ.: Yπηρεσία του αρχιφύλακα στο φυλάκιο καυσίμων.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀρχιφύλαξ, αιτ. -ακα· 1: κατά τη σημ. της λ. αστυφύλακας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιφύλακας [arçifílakas] ο,
- ① officer of the guard, headguard:
- αύριο το βράδυ, που ο Xανς ήταν νυχτερινός ~ θα όριζε έμπιστο στρατιώτη για σκοπό (ChZalokostas) |
- ζήτησε να μιλήσει του λοχία αρχιφύλακα (id.) |
- μ' έβαλαν αρχιφύλακα στο φυλάκιο της γέφυρας (KDaifas)
- ② sergeant of city or rural police:
- το θύμα έτυχε νά 'ναι κατά κακή σύμπτωση ένας ~της Yπηρεσίας Kαταδιώξεως (Tachtsis) |
- η ανεύρεση της στήλης .. οφείλεται στην παρατηρητικότητα του αρχιφύλακα κ. Π.Ξ. (Touratsoglou)
[fr kath αρχιφύλαξ ← K (also pap), cpd w. φύλαξ]
- ① officer of the guard, headguard: