Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιτεχνίτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιτεχνίτης ο [arxitexnítis] Ο10 : αυτός που είναι επικεφαλής ομάδας τεχνιτών.

[λόγ. αρχι- + τεχνίτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιτεχνίτης [arçitexnítis] ο, (L)
  • master craftsman (syn αρχιμάστορας, πρωτομάστορας):
    • ~του χυτηρίου |
    • ~ του χρονογραφήματος |
    • φέρνουν αρχιτεχνίτες και εργοδηγούς δικούς των, γιατί εδώ δεν βρίσκουν καλά καταρτισμένους τεχνικούς (Papanoutsos) |
    • poem ο στρατιώτης ο Έλληνας λογιέται ~ | κάθε μιλιάς, κάθε χτυπιάς, κάθε όπλου, κάθε νίκης (Palam)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιτεχνίτης, cpd w. τεχνίτης; cf PatrG αρχιτέχνης 'id.']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες