Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιτελώνης [arçitelόnis] ο, (L) hist
- chief tax collector:
- ο Iησούς έμπαινε .. στην Iεριχώ και το πλήθος έτρεχε .. να τον δει· έτρεξε και ο Zακχαίος, ο ~της ωραίας και πλούσιας πολιτείας (MNikolaidis)
[fr kath αρχιτελώνης ← PatrG, K (NT)]
- chief tax collector: