Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιτεκτονικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιτεκτονικός -ή -ό [arxitektonikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αρχιτεκτονική ή με τον αρχιτέκτονα: ~ ρυθμός. Aρχιτεκτονική μελέτη. Aρχιτεκτονικά μέλη ενός ναού / κτιρίου. H αρχιτεκτονική σχολή, η Aρχιτεκτονική. ~ σύλλογος, ο σύλλογος αρχιτεκτόνων. Aρχιτεκτονικό γραφείο. αρχιτεκτονικά ΕΠIΡΡ από αρχιτεκτονική άποψη.

[λόγ. < αρχ. ἀρχιτεκτονικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιτεκτονικός, -ή, -ό [arçitektonikós] (& αρχιτεχτονικός) (L)
  • ① of or pertaining to architecture, architectural:
    • ~διάκοσμος |
    • αρχιτεκτονική εταιρία, μελέτη, ορολογία |
    • αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια, παράδοση, πλαστικότητα, σταθερότητα |
    • αρχιτεκτονικό βάθος, διάγραμμα, μνημείο, συγκρότημα, υλικό |
    • αρχιτεκτονικό συνέδριο |
    • καθαρή αρχιτεκτονική γραμμή |
    • ~ ρυθμός architectural style |
    • αρχιτεκτονικό μέλος (or κομμάτι) structural or decorative part of building, architectural member |
    • ~ διαγωνισμός για την κατασκευή σχολικών κτιρίων |
    • η ρουμανική λαϊκή τέχνη ξεχωρίζει με τη μεγάλη ποικιλία των αρχιτεκτονικών μορφών (Melas) |
    • με τι αρχιτεκτονικό πλαίσιο έδεσε κι εσχέτισε ο καλλιτέχνης τη σύνθεση των τριών μορφών; (Karouzos) |
    • αρχιτεχτονικό αριστούργημα είναι η πεντάκλιτη Xρυσοπολίτισσα (Panagiotop)
  • ② fig structural, architectonic (near-syn διαρθρωτικός, δομικός):
    • αρχιτεκτονική οικονομία και δομή του βιβλίου |
    • η δημοτική γλώσσα, από τη στιγμή που γράφεται ως γλώσσα λογοτεχνική, είναι αρχιτεκτονικό κατόρθωμα (Palam) |
    • στην κατασκευή των φράσεων και στην όλη αρχιτεκτονική συγκρότηση των περιόδων υπάρχει πολλή επιμέλεια (Panagiotop)

[fr kath αρχιτεκτονικός ← K, AG, der of αρχιτέκτων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες