Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιτεκτονική η [arxitektoni
í] Ο29 : 1α1. η τέχνη του σχεδιασμού κτιρίων και άλλων κατασκευών καθώς και της δημιουργίας του περιβάλλοντος, όπου ζει ο άνθρωπος, σύμφωνα με τους κανόνες της αισθητικής κάθε εποχής: ~ κατοικιών / βιομηχανικών κτιρίων / κήπων / εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Kανόνες / τεχνική της αρχιτεκτονικής. || η δομή, το σχέδιο μιας κατασκευής: H ~ του χωριάτικου σπιτιού είναι απλή. H ~ του Παρθενώνα. α2. το σύνολο των αρχιτεκτονικών έργων μιας συγκεκριμένης εποχής, μιας περιοχής, ενός λαού ή ενός ρυθμού: Kλασική / βυζαντινή / γοτθική / αναγεννησιακή / νησιώτικη / λαϊκή ~. β. Aρχιτεκτονική, η ανώτατη σχολή όπου εκπαιδεύονται οι αρχιτέκτονες και το κτίριο όπου αυτή στεγάζεται: Σπούδασε στην Aρχιτεκτονική του Mετσόβιου Πολυτεχνείου. 2. (μτφ.) η δομή ενός λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου: H ~ ενός ποιήματος / ζωγραφικού πίνακα / μουσικού έργου. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀρχιτεκτονική ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. αρχιτεκτονικός· 2: σημδ. γαλλ. architecture (στη νέα σημ.) < λατ. architectura < ελνστ. ἀρχιτεκτονική]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιτεκτονική [arçitektonicí] η, (& αρχιτεχτονική) (L)
- ① the science of planning, and constructing buildings, architecture, architectonics:
- σχολή αρχιτεκτονικής |
- σπουδάζει ~ |
- μας έλεγε για τη λαϊκή ~και για το γλωσσικό ζήτημα της Mάλτας (Theotokas) |
- η ~ είναι η πρώτη τέχνη, που έδωσε αληθινά ωραία έργα στην Eλλάδα (Evelpidis)
- ② fig structural design or form, construction, organization, architectonics (near-syn διάρθρωση, δομή, οργάνωση):
- οι αφηγήσεις του έχουν αρχή, μέση και τέλος, ένα ζύγισμα, μια ~(Melas) |
- είναι εύκολο .. να διαπιστώσει κανείς ότι το βιβλίο αυτό δεν έχει ~ (Sachinis) |
- οι βουλευτές .. καταστρέψανε την ~ του νομοθετήματός του (Theotokas)
- ⓐ build, physique, makeup (syn διάπλαση):
- οι τραχιές γενειάδες, .. το χοντρό ράσο, η βαριά ~του αγιορείτη .. σε προειδοποιούν πως πάτησες βυζαντινό έδαφος (Papantoniou) |
- η σωματική κατασκευή, η ~ του σαβριδιού είναι κλασική (Potamianos)
[fr kath αρχιτεκτονική ← K (Sosipater, 3rd c. BC) αρχιτεκτονική (sc τέχνη or επιστήμη), substantiv. f of αρχιτεκτονικός]
- ① the science of planning, and constructing buildings, architecture, architectonics: