Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιτεκτονικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιτεκτονικά [arçitektoniká] adv (L)
  • ① fr the point of view of design or construction, architecturally (near-syn δομικά):
    • περίτεχνη ~εκκλησία |
    • ~ ασυμβίβαστη σκηνογραφία |
    • υμνεί .. κάτι το πλαστικά ωραίο ή κάτι το ~ τέλειο (Kanellop) |
    • το τρίστηλο καμπαναριό .. συμπληρώνει ~ την πρόσοψη (Floros) |
    • συντελούν στο περίεργο φαινόμενο .. της απλοχωριάς κατά τρόπο ~ μαγικό (Papatsonis) |
    • διδάχθηκα να σκέπτομαι ~ τη μουσική συμφωνία (Tsatsos)
  • ② in an architectural manner, architecturally:
    • ~οργανωμένη ποίηση |
    • ~ ολοκληρωμένη θεωρία |
    • βλέπομε .. πόσο λογικά, γεωμετρικά και ~ οργανώνει και αρθρώνει το σώμα .. ο καλλιτέχνης (Karouzos) |
    • το δεύτερο μέρος της Σαντορίνης τερματίζει το ποίημα αρχιτεκτονικότατα (Karantonis)

[der of αρχιτεκτονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες