Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχισωματοφύλακας [arçisomatofílakas] ο, (L)
- chief bodyguard:
- ο Π. ήτανε ~σε κάποιου προύχοντα την υπηρεσία (Petsalis)
[fr kath αρχισωματοφύλαξ ← K (also pap), cpd w. σωματοφύλαξ]
- chief bodyguard: